헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπεχθαίρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπεχθαίρω

형태분석: ἀπ (접두사) + ἐχθαίρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 혐오하다, 싫어하다, 몹시 싫어하다
  1. to hate utterly, detest
  2. to make utterly hateful

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεχθαίρω

(나는) 혐오한다

ἀπεχθαίρεις

(너는) 혐오한다

ἀπεχθαίρει

(그는) 혐오한다

쌍수 ἀπεχθαίρετον

(너희 둘은) 혐오한다

ἀπεχθαίρετον

(그 둘은) 혐오한다

복수 ἀπεχθαίρομεν

(우리는) 혐오한다

ἀπεχθαίρετε

(너희는) 혐오한다

ἀπεχθαίρουσιν*

(그들은) 혐오한다

접속법단수 ἀπεχθαίρω

(나는) 혐오하자

ἀπεχθαίρῃς

(너는) 혐오하자

ἀπεχθαίρῃ

(그는) 혐오하자

쌍수 ἀπεχθαίρητον

(너희 둘은) 혐오하자

ἀπεχθαίρητον

(그 둘은) 혐오하자

복수 ἀπεχθαίρωμεν

(우리는) 혐오하자

ἀπεχθαίρητε

(너희는) 혐오하자

ἀπεχθαίρωσιν*

(그들은) 혐오하자

기원법단수 ἀπεχθαίροιμι

(나는) 혐오하기를 (바라다)

ἀπεχθαίροις

(너는) 혐오하기를 (바라다)

ἀπεχθαίροι

(그는) 혐오하기를 (바라다)

쌍수 ἀπεχθαίροιτον

(너희 둘은) 혐오하기를 (바라다)

ἀπεχθαιροίτην

(그 둘은) 혐오하기를 (바라다)

복수 ἀπεχθαίροιμεν

(우리는) 혐오하기를 (바라다)

ἀπεχθαίροιτε

(너희는) 혐오하기를 (바라다)

ἀπεχθαίροιεν

(그들은) 혐오하기를 (바라다)

명령법단수 ἀπέχθαιρε

(너는) 혐오해라

ἀπεχθαιρέτω

(그는) 혐오해라

쌍수 ἀπεχθαίρετον

(너희 둘은) 혐오해라

ἀπεχθαιρέτων

(그 둘은) 혐오해라

복수 ἀπεχθαίρετε

(너희는) 혐오해라

ἀπεχθαιρόντων, ἀπεχθαιρέτωσαν

(그들은) 혐오해라

부정사 ἀπεχθαίρειν

혐오하는 것

분사 남성여성중성
ἀπεχθαιρων

ἀπεχθαιροντος

ἀπεχθαιρουσα

ἀπεχθαιρουσης

ἀπεχθαιρον

ἀπεχθαιροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεχθαίρομαι

(나는) 혐오된다

ἀπεχθαίρει, ἀπεχθαίρῃ

(너는) 혐오된다

ἀπεχθαίρεται

(그는) 혐오된다

쌍수 ἀπεχθαίρεσθον

(너희 둘은) 혐오된다

ἀπεχθαίρεσθον

(그 둘은) 혐오된다

복수 ἀπεχθαιρόμεθα

(우리는) 혐오된다

ἀπεχθαίρεσθε

(너희는) 혐오된다

ἀπεχθαίρονται

(그들은) 혐오된다

접속법단수 ἀπεχθαίρωμαι

(나는) 혐오되자

ἀπεχθαίρῃ

(너는) 혐오되자

ἀπεχθαίρηται

(그는) 혐오되자

쌍수 ἀπεχθαίρησθον

(너희 둘은) 혐오되자

ἀπεχθαίρησθον

(그 둘은) 혐오되자

복수 ἀπεχθαιρώμεθα

(우리는) 혐오되자

ἀπεχθαίρησθε

(너희는) 혐오되자

ἀπεχθαίρωνται

(그들은) 혐오되자

기원법단수 ἀπεχθαιροίμην

(나는) 혐오되기를 (바라다)

ἀπεχθαίροιο

(너는) 혐오되기를 (바라다)

ἀπεχθαίροιτο

(그는) 혐오되기를 (바라다)

쌍수 ἀπεχθαίροισθον

(너희 둘은) 혐오되기를 (바라다)

ἀπεχθαιροίσθην

(그 둘은) 혐오되기를 (바라다)

복수 ἀπεχθαιροίμεθα

(우리는) 혐오되기를 (바라다)

ἀπεχθαίροισθε

(너희는) 혐오되기를 (바라다)

ἀπεχθαίροιντο

(그들은) 혐오되기를 (바라다)

명령법단수 ἀπεχθαίρου

(너는) 혐오되어라

ἀπεχθαιρέσθω

(그는) 혐오되어라

쌍수 ἀπεχθαίρεσθον

(너희 둘은) 혐오되어라

ἀπεχθαιρέσθων

(그 둘은) 혐오되어라

복수 ἀπεχθαίρεσθε

(너희는) 혐오되어라

ἀπεχθαιρέσθων, ἀπεχθαιρέσθωσαν

(그들은) 혐오되어라

부정사 ἀπεχθαίρεσθαι

혐오되는 것

분사 남성여성중성
ἀπεχθαιρομενος

ἀπεχθαιρομενου

ἀπεχθαιρομενη

ἀπεχθαιρομενης

ἀπεχθαιρομενον

ἀπεχθαιρομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπῆχθαιρον

(나는) 혐오하고 있었다

ἀπῆχθαιρες

(너는) 혐오하고 있었다

ἀπῆχθαιρεν*

(그는) 혐오하고 있었다

쌍수 ἀπήχθαιρετον

(너희 둘은) 혐오하고 있었다

ἀπηχθαῖρετην

(그 둘은) 혐오하고 있었다

복수 ἀπήχθαιρομεν

(우리는) 혐오하고 있었다

ἀπήχθαιρετε

(너희는) 혐오하고 있었다

ἀπῆχθαιρον

(그들은) 혐오하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπηχθαῖρομην

(나는) 혐오되고 있었다

ἀπήχθαιρου

(너는) 혐오되고 있었다

ἀπήχθαιρετο

(그는) 혐오되고 있었다

쌍수 ἀπήχθαιρεσθον

(너희 둘은) 혐오되고 있었다

ἀπηχθαῖρεσθην

(그 둘은) 혐오되고 있었다

복수 ἀπηχθαῖρομεθα

(우리는) 혐오되고 있었다

ἀπήχθαιρεσθε

(너희는) 혐오되고 있었다

ἀπήχθαιροντο

(그들은) 혐오되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅπωσ δὲ μὴ δόξῃ κοινὸσ εἶναι πρὸσ πάντασ τοὺσ παραπλησίωσ αὐτῷ τὴν εὔνοιαν ἐνδεδειγμένουσ, ἐπήνεγκεν τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι ἀχνύμενόσ περ, ὡσ ἑνὸσ ὅστε μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 2:2)

  • οὐ καλὸν ἡβητῆρεσ ἀπεχθαίρω γὰρ ἐκείνην τὴν τρίχα, τὴν φθονερήν, τὴν ταχὺ φυομένην. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2773)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2773)

  • τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι, ἀχνύμενόσ περ, ὡσ ἑνόσ, ὅσ τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν μνωομένῳ, ἐπεὶ οὔ τισ Ἀχαιῶν τόσσ’ ἐμόγησεν, ὅσσ’ Ὀδυσεὺσ ἐμόγησε καὶ ἤρατο. (Homer, Odyssey, Book 4 12:3)

    (호메로스, 오디세이아, Book 4 12:3)

유의어

  1. 혐오하다

  2. to make utterly hateful

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION