헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπαυτομολέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπαυτομολέω

형태분석: ἀπ (접두사) + αὐτομολέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 투항하다, 버리다, 버리고 가다
  1. to go of one's own accord, desert

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπαυτομολῶ

(나는) 투항한다

ἀπαυτομολεῖς

(너는) 투항한다

ἀπαυτομολεῖ

(그는) 투항한다

쌍수 ἀπαυτομολεῖτον

(너희 둘은) 투항한다

ἀπαυτομολεῖτον

(그 둘은) 투항한다

복수 ἀπαυτομολοῦμεν

(우리는) 투항한다

ἀπαυτομολεῖτε

(너희는) 투항한다

ἀπαυτομολοῦσιν*

(그들은) 투항한다

접속법단수 ἀπαυτομολῶ

(나는) 투항하자

ἀπαυτομολῇς

(너는) 투항하자

ἀπαυτομολῇ

(그는) 투항하자

쌍수 ἀπαυτομολῆτον

(너희 둘은) 투항하자

ἀπαυτομολῆτον

(그 둘은) 투항하자

복수 ἀπαυτομολῶμεν

(우리는) 투항하자

ἀπαυτομολῆτε

(너희는) 투항하자

ἀπαυτομολῶσιν*

(그들은) 투항하자

기원법단수 ἀπαυτομολοῖμι

(나는) 투항하기를 (바라다)

ἀπαυτομολοῖς

(너는) 투항하기를 (바라다)

ἀπαυτομολοῖ

(그는) 투항하기를 (바라다)

쌍수 ἀπαυτομολοῖτον

(너희 둘은) 투항하기를 (바라다)

ἀπαυτομολοίτην

(그 둘은) 투항하기를 (바라다)

복수 ἀπαυτομολοῖμεν

(우리는) 투항하기를 (바라다)

ἀπαυτομολοῖτε

(너희는) 투항하기를 (바라다)

ἀπαυτομολοῖεν

(그들은) 투항하기를 (바라다)

명령법단수 ἀπαυτομόλει

(너는) 투항해라

ἀπαυτομολείτω

(그는) 투항해라

쌍수 ἀπαυτομολεῖτον

(너희 둘은) 투항해라

ἀπαυτομολείτων

(그 둘은) 투항해라

복수 ἀπαυτομολεῖτε

(너희는) 투항해라

ἀπαυτομολούντων, ἀπαυτομολείτωσαν

(그들은) 투항해라

부정사 ἀπαυτομολεῖν

투항하는 것

분사 남성여성중성
ἀπαυτομολων

ἀπαυτομολουντος

ἀπαυτομολουσα

ἀπαυτομολουσης

ἀπαυτομολουν

ἀπαυτομολουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπαυτομολοῦμαι

(나는) 투항된다

ἀπαυτομολεῖ, ἀπαυτομολῇ

(너는) 투항된다

ἀπαυτομολεῖται

(그는) 투항된다

쌍수 ἀπαυτομολεῖσθον

(너희 둘은) 투항된다

ἀπαυτομολεῖσθον

(그 둘은) 투항된다

복수 ἀπαυτομολούμεθα

(우리는) 투항된다

ἀπαυτομολεῖσθε

(너희는) 투항된다

ἀπαυτομολοῦνται

(그들은) 투항된다

접속법단수 ἀπαυτομολῶμαι

(나는) 투항되자

ἀπαυτομολῇ

(너는) 투항되자

ἀπαυτομολῆται

(그는) 투항되자

쌍수 ἀπαυτομολῆσθον

(너희 둘은) 투항되자

ἀπαυτομολῆσθον

(그 둘은) 투항되자

복수 ἀπαυτομολώμεθα

(우리는) 투항되자

ἀπαυτομολῆσθε

(너희는) 투항되자

ἀπαυτομολῶνται

(그들은) 투항되자

기원법단수 ἀπαυτομολοίμην

(나는) 투항되기를 (바라다)

ἀπαυτομολοῖο

(너는) 투항되기를 (바라다)

ἀπαυτομολοῖτο

(그는) 투항되기를 (바라다)

쌍수 ἀπαυτομολοῖσθον

(너희 둘은) 투항되기를 (바라다)

ἀπαυτομολοίσθην

(그 둘은) 투항되기를 (바라다)

복수 ἀπαυτομολοίμεθα

(우리는) 투항되기를 (바라다)

ἀπαυτομολοῖσθε

(너희는) 투항되기를 (바라다)

ἀπαυτομολοῖντο

(그들은) 투항되기를 (바라다)

명령법단수 ἀπαυτομολοῦ

(너는) 투항되어라

ἀπαυτομολείσθω

(그는) 투항되어라

쌍수 ἀπαυτομολεῖσθον

(너희 둘은) 투항되어라

ἀπαυτομολείσθων

(그 둘은) 투항되어라

복수 ἀπαυτομολεῖσθε

(너희는) 투항되어라

ἀπαυτομολείσθων, ἀπαυτομολείσθωσαν

(그들은) 투항되어라

부정사 ἀπαυτομολεῖσθαι

투항되는 것

분사 남성여성중성
ἀπαυτομολουμενος

ἀπαυτομολουμενου

ἀπαυτομολουμενη

ἀπαυτομολουμενης

ἀπαυτομολουμενον

ἀπαυτομολουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπηὐτο͂μολουν

(나는) 투항하고 있었다

ἀπηὐτο͂μολεις

(너는) 투항하고 있었다

ἀπηὐτο͂μολειν*

(그는) 투항하고 있었다

쌍수 ἀπηὐτόμολειτον

(너희 둘은) 투항하고 있었다

ἀπηὐτομο͂λειτην

(그 둘은) 투항하고 있었다

복수 ἀπηὐτόμολουμεν

(우리는) 투항하고 있었다

ἀπηὐτόμολειτε

(너희는) 투항하고 있었다

ἀπηὐτο͂μολουν

(그들은) 투항하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπηὐτομο͂λουμην

(나는) 투항되고 있었다

ἀπηὐτόμολου

(너는) 투항되고 있었다

ἀπηὐτόμολειτο

(그는) 투항되고 있었다

쌍수 ἀπηὐτόμολεισθον

(너희 둘은) 투항되고 있었다

ἀπηὐτομο͂λεισθην

(그 둘은) 투항되고 있었다

복수 ἀπηὐτομο͂λουμεθα

(우리는) 투항되고 있었다

ἀπηὐτόμολεισθε

(너희는) 투항되고 있었다

ἀπηὐτόμολουντο

(그들은) 투항되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκ ἀπαυτομολῶ τῆσ τῶν ἀδελφῶν μου ἀριστείασ. (Septuagint, Liber Maccabees IV 12:17)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 12:17)

  • ἔξω γὰρ ὀλίγων τινῶν Ἀσιανῶν πόλεων, αἷσ δι’ ἀμαθίαν βραδεῖά ἐστιν ἡ τῶν καλῶν μάθησισ, αἱ λοιπαὶ πέπαυνται τοὺσ φορτικοὺσ καὶ ψυχροὺσ καὶ ἀναισθήτουσ ἀγαπῶσαι λόγουσ, τῶν μὲν πρότερον μέγα ἐπ’ αὐτοῖσ φρονούντων αἰδουμένων ἤδη καὶ κατὰ μικρὸν ἀπαυτομολούντων πρὸσ τοὺσ ἑτέρουσ, εἰ μή τινεσ παντάπασιν ἀνιάτωσ ἔχουσι, τῶν δὲ νεωστὶ τοῦ μαθήματοσ ἁπτομένων εἰσ καταφρόνησιν ἀγόντων τοὺσ λόγουσ καὶ γέλωτα ποιουμένων τὴν ἐπ’ αὐτοῖσ σπουδήν. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 2 1:1)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 2 1:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION