헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγωνισμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγωνισμός

어원: a)gwni/zomai

  1. 라이벌, 경쟁
  1. rivalry

예문

  • πολλὴ μὲν γὰρ ἑκατέροισ προθυμία ἀπὸ τῶν ναυτῶν ἐσ τὸ ἐπιπλεῖν, ὁπότε κελευσθείη, ἐγίγνετο, πολλὴ δ’ ἡ ἀντιτέχνησισ τῶν κυβερνητῶν καὶ ἀγωνισμὸσ πρὸσ ἀλλήλουσ, οἵ τε ἐπιβάται ἐθεράπευον, ὅτε προσπέσοι ναῦσ νηί, μὴ λείπεσθαι τὰ ἀπὸ τοῦ καταστρώματοσ τῆσ ἄλλησ τέχνησ, πᾶσ τέ τισ ἐν ᾧ προσετέτακτο αὐτὸσ ἕκαστοσ ἠπείγετο πρῶτοσ φαίνεσθαι. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 26 1:7)

    (디오니시오스, , chapter 26 1:7)

유의어

  1. 라이벌

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION