헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Σιβυλλιάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Σιβυλλιάω

형태분석: Σιβυλλιά (어간) + ω (인칭어미)

어원: from Si/bulla

  1. to play the Sibyl, to be like an old Sibyl, old womanish

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 Σιβυλλίω

Σιβυλλίᾳς

Σιβυλλίᾳ

쌍수 Σιβυλλίᾱτον

Σιβυλλίᾱτον

복수 Σιβυλλίωμεν

Σιβυλλίᾱτε

Σιβυλλίωσιν*

접속법단수 Σιβυλλίω

Σιβυλλίῃς

Σιβυλλίῃ

쌍수 Σιβυλλίητον

Σιβυλλίητον

복수 Σιβυλλίωμεν

Σιβυλλίητε

Σιβυλλίωσιν*

기원법단수 Σιβυλλίῳμι

Σιβυλλίῳς

Σιβυλλίῳ

쌍수 Σιβυλλίῳτον

Σιβυλλιῷτην

복수 Σιβυλλίῳμεν

Σιβυλλίῳτε

Σιβυλλίῳεν

명령법단수 Σιβυλλῖᾱ

Σιβυλλιᾶτω

쌍수 Σιβυλλίᾱτον

Σιβυλλιᾶτων

복수 Σιβυλλίᾱτε

Σιβυλλιῶντων, Σιβυλλιᾶτωσαν

부정사 Σιβυλλίᾱν

분사 남성여성중성
Σιβυλλιων

Σιβυλλιωντος

Σιβυλλιωσα

Σιβυλλιωσης

Σιβυλλιων

Σιβυλλιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 Σιβυλλίωμαι

Σιβυλλίᾳ

Σιβυλλίᾱται

쌍수 Σιβυλλίᾱσθον

Σιβυλλίᾱσθον

복수 Σιβυλλιῶμεθα

Σιβυλλίᾱσθε

Σιβυλλίωνται

접속법단수 Σιβυλλίωμαι

Σιβυλλίῃ

Σιβυλλίηται

쌍수 Σιβυλλίησθον

Σιβυλλίησθον

복수 Σιβυλλιώμεθα

Σιβυλλίησθε

Σιβυλλίωνται

기원법단수 Σιβυλλιῷμην

Σιβυλλίῳο

Σιβυλλίῳτο

쌍수 Σιβυλλίῳσθον

Σιβυλλιῷσθην

복수 Σιβυλλιῷμεθα

Σιβυλλίῳσθε

Σιβυλλίῳντο

명령법단수 Σιβυλλίω

Σιβυλλιᾶσθω

쌍수 Σιβυλλίᾱσθον

Σιβυλλιᾶσθων

복수 Σιβυλλίᾱσθε

Σιβυλλιᾶσθων, Σιβυλλιᾶσθωσαν

부정사 Σιβυλλίᾱσθαι

분사 남성여성중성
Σιβυλλιωμενος

Σιβυλλιωμενου

Σιβυλλιωμενη

Σιβυλλιωμενης

Σιβυλλιωμενον

Σιβυλλιωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION