헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καχλάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καχλάζω

형태분석: καχλάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: redupl. form of xla/zw, only used in pres. and imperf.,

  1. to plash, frothing with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καχλάζω

καχλάζεις

καχλάζει

쌍수 καχλάζετον

καχλάζετον

복수 καχλάζομεν

καχλάζετε

καχλάζουσιν*

접속법단수 καχλάζω

καχλάζῃς

καχλάζῃ

쌍수 καχλάζητον

καχλάζητον

복수 καχλάζωμεν

καχλάζητε

καχλάζωσιν*

기원법단수 καχλάζοιμι

καχλάζοις

καχλάζοι

쌍수 καχλάζοιτον

καχλαζοίτην

복수 καχλάζοιμεν

καχλάζοιτε

καχλάζοιεν

명령법단수 κάχλαζε

καχλαζέτω

쌍수 καχλάζετον

καχλαζέτων

복수 καχλάζετε

καχλαζόντων, καχλαζέτωσαν

부정사 καχλάζειν

분사 남성여성중성
καχλαζων

καχλαζοντος

καχλαζουσα

καχλαζουσης

καχλαζον

καχλαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καχλάζομαι

καχλάζει, καχλάζῃ

καχλάζεται

쌍수 καχλάζεσθον

καχλάζεσθον

복수 καχλαζόμεθα

καχλάζεσθε

καχλάζονται

접속법단수 καχλάζωμαι

καχλάζῃ

καχλάζηται

쌍수 καχλάζησθον

καχλάζησθον

복수 καχλαζώμεθα

καχλάζησθε

καχλάζωνται

기원법단수 καχλαζοίμην

καχλάζοιο

καχλάζοιτο

쌍수 καχλάζοισθον

καχλαζοίσθην

복수 καχλαζοίμεθα

καχλάζοισθε

καχλάζοιντο

명령법단수 καχλάζου

καχλαζέσθω

쌍수 καχλάζεσθον

καχλαζέσθων

복수 καχλάζεσθε

καχλαζέσθων, καχλαζέσθωσαν

부정사 καχλάζεσθαι

분사 남성여성중성
καχλαζομενος

καχλαζομενου

καχλαζομενη

καχλαζομενης

καχλαζομενον

καχλαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION