Ancient Greek-English Dictionary Language

στεῖρα
(Noun), a cow that has not calved##a barren woman
στεῖρα
(Noun), a ship's keel, the curved part of it, cutwater
στεῖρος
(Adjective), 메마른, 불임의
στείχω
(Verb), 접근하다, 다가가다, 걷다, 나아가다, 다가오다, 전진하다##
στελεόν
(Noun), 손잡이, 자루
στελεόω
(Verb), to furnish with a handle
στελεχητόμος
(Adjective), cutting stems
στέλεχον
(Noun), 수관
στελεχόομαι
(Verb), to grow into a stem
στέλεχος
(Noun), 수관##트렁크, 줄기, 그루##멍청이
στελίδιον
(Noun),
στέλλω
(Verb), 준비하다, 마련하다, 제공하다, 갖추다, 옷 입히다##보내다, 떠나다, 출발하다, 길에 들어서다, 추진하다##앞에 놓다, 선언하다, 알리다
στελμονίαι
(Noun), broad belts
στέμβω
(Verb), 흔들다, 흔들리다, 선동하다
στέμφυλον
(Noun), a mass of olives from which the oil has been pressed, olive-cake
στέμμα
(Noun), 화관, 화환, 작은 화환
στέναγμα
(Noun), 한숨, 신음, 비탄
στεναγμός
(Noun), 신음, 울음
στενακτέος
(Adjective), one must bewail
στενακτός
(Adjective), ##비통한, 애도하는

SEARCH

MENU NAVIGATION