Ancient Greek-English Dictionary Language

혹시 다음 단어를 찾고 계신가요? σπάργανον σπαργανόω σπάργανου
σπαργάω
(Verb), 부풀다, 자만하다, 우쭐하다, 화가 치밀어 오르다##
σπάργω
(),
σπαρνός
(Adjective),
Σπαρτάκειος
(Adjective), of Spartacus
Σπάρτακος
(Noun), Spartacus
Σπάρτη
(),
Σπάρτηνδε
(Adverb), to Sparta
Σπάρτηθεν
(Adverb), from Sparta
Σπαρτιάτης
(Noun), 스파르타인, 스파르타 사람
Σπαρτιᾶτις
(Noun), a female inhabitant of Sparta; a Spartan woman
σπαρτίον
(Noun), a small cord
σπαρτοφόρος
(Adjective), bearing broom
σπάρτον
(Noun), 밧줄, 줄, 노끈##
σπάρτος
(Noun), Spanish broom, esparto
σπαρτός
(Adjective), ####뿌려진, 흩어져 있는
σπάσμα
(Noun), a spasm, convulsion##a piece torn off, shred
σπασμός
(Noun), a convulsion, spasm
σπαστικός
(Adjective), drawing in, absorbing
σπαταλάω
(Verb), to live lewdly, to run riot
σπατάλη
(Noun), 고급, 폭동, 협잡, 사기, 바람기

SEARCH

MENU NAVIGATION