Ancient Greek-English Dictionary Language

πλανάω
(Verb), 헤매게 하다, 길을 잃게 하다##(수동태로) 방황하다, 헤매다, 길을 잃다
πλάνη
(Noun), 헤매기, 만유, 방랑##벗어나기, 일탈##오류, 잘못, 실수
πλάνημα
(Noun), 헤매기, 만유
πλάνης
(Noun), 낭인, 방랑자, 부랑자##행성, 혹성##
πλάνησις
(Noun), a making to wander, a dispersing
πλανητέος
(Adjective), one must wander
πλανήτης
(Noun), 방랑자, 부랑자##행성, 혹성##
πλανητικός
(Adjective), disposed to wander
πλανητός
(Adjective), 방랑하는, 걸어다니는
πλάνιος
(Adjective),
πλανόδιος
(Adjective), 방랑하는, 걸어다니는, 유랑하는
πλάνος
(Adjective), ##방랑하는, 걸어다니는, 유랑하는, 정주하지 않는##방랑하는, 걸어다니는, 유랑하는, 정주하지 않는##
πλανοστιβής
(Adjective), trodden by wanderers
πλανύττω
(Verb), to wander about
πλάθανον
(Noun), 틀, 곰팡이
πλάθω
(Verb), 접근하다, 다가오다, 다가가다
πλάσις
(Noun), ##훈련, 실습##발명, 창제, 조작
πλάσμα
(Noun), 형태, 모양, 이미지, 영상, 몸체, 몸
πλασματίης
(Noun), one addicted to lying
πλάσσω
(Verb), 형성하다, 만들다, 갖추다, 유추를 만들다, 공통점을 형성하다##바르다

SEARCH

MENU NAVIGATION