Ancient Greek-English Dictionary Language

πιαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πιαίνω

Structure: πιαίν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: pi/wn

Sense

  1. to make fat, fatten, to fatten, to be or become fat
  2. to increase, enlarge
  3. to make wanton, excite, to wax fat and wanton, to batten on

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πιαίνω πιαίνεις πιαίνει
Dual πιαίνετον πιαίνετον
Plural πιαίνομεν πιαίνετε πιαίνουσιν*
SubjunctiveSingular πιαίνω πιαίνῃς πιαίνῃ
Dual πιαίνητον πιαίνητον
Plural πιαίνωμεν πιαίνητε πιαίνωσιν*
OptativeSingular πιαίνοιμι πιαίνοις πιαίνοι
Dual πιαίνοιτον πιαινοίτην
Plural πιαίνοιμεν πιαίνοιτε πιαίνοιεν
ImperativeSingular πίαινε πιαινέτω
Dual πιαίνετον πιαινέτων
Plural πιαίνετε πιαινόντων, πιαινέτωσαν
Infinitive πιαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πιαινων πιαινοντος πιαινουσα πιαινουσης πιαινον πιαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πιαίνομαι πιαίνει, πιαίνῃ πιαίνεται
Dual πιαίνεσθον πιαίνεσθον
Plural πιαινόμεθα πιαίνεσθε πιαίνονται
SubjunctiveSingular πιαίνωμαι πιαίνῃ πιαίνηται
Dual πιαίνησθον πιαίνησθον
Plural πιαινώμεθα πιαίνησθε πιαίνωνται
OptativeSingular πιαινοίμην πιαίνοιο πιαίνοιτο
Dual πιαίνοισθον πιαινοίσθην
Plural πιαινοίμεθα πιαίνοισθε πιαίνοιντο
ImperativeSingular πιαίνου πιαινέσθω
Dual πιαίνεσθον πιαινέσθων
Plural πιαίνεσθε πιαινέσθων, πιαινέσθωσαν
Infinitive πιαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πιαινομενος πιαινομενου πιαινομενη πιαινομενης πιαινομενον πιαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make fat

  2. to increase

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION