Ancient Greek-English Dictionary Language

παραδοξολογέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παραδοξολογέω

Structure: παραδοξολογέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from paradocolo/gos

Sense

  1. to tell marvels, marvels are told

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραδοξολόγω παραδοξολόγεις παραδοξολόγει
Dual παραδοξολόγειτον παραδοξολόγειτον
Plural παραδοξολόγουμεν παραδοξολόγειτε παραδοξολόγουσιν*
SubjunctiveSingular παραδοξολόγω παραδοξολόγῃς παραδοξολόγῃ
Dual παραδοξολόγητον παραδοξολόγητον
Plural παραδοξολόγωμεν παραδοξολόγητε παραδοξολόγωσιν*
OptativeSingular παραδοξολόγοιμι παραδοξολόγοις παραδοξολόγοι
Dual παραδοξολόγοιτον παραδοξολογοίτην
Plural παραδοξολόγοιμεν παραδοξολόγοιτε παραδοξολόγοιεν
ImperativeSingular παραδοξολο͂γει παραδοξολογεῖτω
Dual παραδοξολόγειτον παραδοξολογεῖτων
Plural παραδοξολόγειτε παραδοξολογοῦντων, παραδοξολογεῖτωσαν
Infinitive παραδοξολόγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραδοξολογων παραδοξολογουντος παραδοξολογουσα παραδοξολογουσης παραδοξολογουν παραδοξολογουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραδοξολόγουμαι παραδοξολόγει, παραδοξολόγῃ παραδοξολόγειται
Dual παραδοξολόγεισθον παραδοξολόγεισθον
Plural παραδοξολογοῦμεθα παραδοξολόγεισθε παραδοξολόγουνται
SubjunctiveSingular παραδοξολόγωμαι παραδοξολόγῃ παραδοξολόγηται
Dual παραδοξολόγησθον παραδοξολόγησθον
Plural παραδοξολογώμεθα παραδοξολόγησθε παραδοξολόγωνται
OptativeSingular παραδοξολογοίμην παραδοξολόγοιο παραδοξολόγοιτο
Dual παραδοξολόγοισθον παραδοξολογοίσθην
Plural παραδοξολογοίμεθα παραδοξολόγοισθε παραδοξολόγοιντο
ImperativeSingular παραδοξολόγου παραδοξολογεῖσθω
Dual παραδοξολόγεισθον παραδοξολογεῖσθων
Plural παραδοξολόγεισθε παραδοξολογεῖσθων, παραδοξολογεῖσθωσαν
Infinitive παραδοξολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραδοξολογουμενος παραδοξολογουμενου παραδοξολογουμενη παραδοξολογουμενης παραδοξολογουμενον παραδοξολογουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to tell marvels

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION