헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζαμενέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζαμενέω

형태분석: ζαμενέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from zamenh/s

  1. to put forth all one's might

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζαμενῶ

ζαμενεῖς

ζαμενεῖ

쌍수 ζαμενεῖτον

ζαμενεῖτον

복수 ζαμενοῦμεν

ζαμενεῖτε

ζαμενοῦσιν*

접속법단수 ζαμενῶ

ζαμενῇς

ζαμενῇ

쌍수 ζαμενῆτον

ζαμενῆτον

복수 ζαμενῶμεν

ζαμενῆτε

ζαμενῶσιν*

기원법단수 ζαμενοῖμι

ζαμενοῖς

ζαμενοῖ

쌍수 ζαμενοῖτον

ζαμενοίτην

복수 ζαμενοῖμεν

ζαμενοῖτε

ζαμενοῖεν

명령법단수 ζαμένει

ζαμενείτω

쌍수 ζαμενεῖτον

ζαμενείτων

복수 ζαμενεῖτε

ζαμενούντων, ζαμενείτωσαν

부정사 ζαμενεῖν

분사 남성여성중성
ζαμενων

ζαμενουντος

ζαμενουσα

ζαμενουσης

ζαμενουν

ζαμενουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζαμενοῦμαι

ζαμενεῖ, ζαμενῇ

ζαμενεῖται

쌍수 ζαμενεῖσθον

ζαμενεῖσθον

복수 ζαμενούμεθα

ζαμενεῖσθε

ζαμενοῦνται

접속법단수 ζαμενῶμαι

ζαμενῇ

ζαμενῆται

쌍수 ζαμενῆσθον

ζαμενῆσθον

복수 ζαμενώμεθα

ζαμενῆσθε

ζαμενῶνται

기원법단수 ζαμενοίμην

ζαμενοῖο

ζαμενοῖτο

쌍수 ζαμενοῖσθον

ζαμενοίσθην

복수 ζαμενοίμεθα

ζαμενοῖσθε

ζαμενοῖντο

명령법단수 ζαμενοῦ

ζαμενείσθω

쌍수 ζαμενεῖσθον

ζαμενείσθων

복수 ζαμενεῖσθε

ζαμενείσθων, ζαμενείσθωσαν

부정사 ζαμενεῖσθαι

분사 남성여성중성
ζαμενουμενος

ζαμενουμενου

ζαμενουμενη

ζαμενουμενης

ζαμενουμενον

ζαμενουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to put forth all one's might

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION