헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψυχρολογέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ψυχρολογέω ψυχρολογήσω

형태분석: ψυχρολογέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from yuxrolo/gos

  1. to use frigid phrases

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψυχρολόγω

ψυχρολόγεις

ψυχρολόγει

쌍수 ψυχρολόγειτον

ψυχρολόγειτον

복수 ψυχρολόγουμεν

ψυχρολόγειτε

ψυχρολόγουσιν*

접속법단수 ψυχρολόγω

ψυχρολόγῃς

ψυχρολόγῃ

쌍수 ψυχρολόγητον

ψυχρολόγητον

복수 ψυχρολόγωμεν

ψυχρολόγητε

ψυχρολόγωσιν*

기원법단수 ψυχρολόγοιμι

ψυχρολόγοις

ψυχρολόγοι

쌍수 ψυχρολόγοιτον

ψυχρολογοίτην

복수 ψυχρολόγοιμεν

ψυχρολόγοιτε

ψυχρολόγοιεν

명령법단수 ψυχρολο͂γει

ψυχρολογεῖτω

쌍수 ψυχρολόγειτον

ψυχρολογεῖτων

복수 ψυχρολόγειτε

ψυχρολογοῦντων, ψυχρολογεῖτωσαν

부정사 ψυχρολόγειν

분사 남성여성중성
ψυχρολογων

ψυχρολογουντος

ψυχρολογουσα

ψυχρολογουσης

ψυχρολογουν

ψυχρολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψυχρολόγουμαι

ψυχρολόγει, ψυχρολόγῃ

ψυχρολόγειται

쌍수 ψυχρολόγεισθον

ψυχρολόγεισθον

복수 ψυχρολογοῦμεθα

ψυχρολόγεισθε

ψυχρολόγουνται

접속법단수 ψυχρολόγωμαι

ψυχρολόγῃ

ψυχρολόγηται

쌍수 ψυχρολόγησθον

ψυχρολόγησθον

복수 ψυχρολογώμεθα

ψυχρολόγησθε

ψυχρολόγωνται

기원법단수 ψυχρολογοίμην

ψυχρολόγοιο

ψυχρολόγοιτο

쌍수 ψυχρολόγοισθον

ψυχρολογοίσθην

복수 ψυχρολογοίμεθα

ψυχρολόγοισθε

ψυχρολόγοιντο

명령법단수 ψυχρολόγου

ψυχρολογεῖσθω

쌍수 ψυχρολόγεισθον

ψυχρολογεῖσθων

복수 ψυχρολόγεισθε

ψυχρολογεῖσθων, ψυχρολογεῖσθωσαν

부정사 ψυχρολόγεισθαι

분사 남성여성중성
ψυχρολογουμενος

ψυχρολογουμενου

ψυχρολογουμενη

ψυχρολογουμενης

ψυχρολογουμενον

ψυχρολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψυχρολογήσω

ψυχρολογήσεις

ψυχρολογήσει

쌍수 ψυχρολογήσετον

ψυχρολογήσετον

복수 ψυχρολογήσομεν

ψυχρολογήσετε

ψυχρολογήσουσιν*

기원법단수 ψυχρολογήσοιμι

ψυχρολογήσοις

ψυχρολογήσοι

쌍수 ψυχρολογήσοιτον

ψυχρολογησοίτην

복수 ψυχρολογήσοιμεν

ψυχρολογήσοιτε

ψυχρολογήσοιεν

부정사 ψυχρολογήσειν

분사 남성여성중성
ψυχρολογησων

ψυχρολογησοντος

ψυχρολογησουσα

ψυχρολογησουσης

ψυχρολογησον

ψυχρολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψυχρολογήσομαι

ψυχρολογήσει, ψυχρολογήσῃ

ψυχρολογήσεται

쌍수 ψυχρολογήσεσθον

ψυχρολογήσεσθον

복수 ψυχρολογησόμεθα

ψυχρολογήσεσθε

ψυχρολογήσονται

기원법단수 ψυχρολογησοίμην

ψυχρολογήσοιο

ψυχρολογήσοιτο

쌍수 ψυχρολογήσοισθον

ψυχρολογησοίσθην

복수 ψυχρολογησοίμεθα

ψυχρολογήσοισθε

ψυχρολογήσοιντο

부정사 ψυχρολογήσεσθαι

분사 남성여성중성
ψυχρολογησομενος

ψυχρολογησομενου

ψυχρολογησομενη

ψυχρολογησομενης

ψυχρολογησομενον

ψυχρολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ οὐδὲν ἄτοπον ὑπὲρ σοῦ λέγοντα ψυχρολογεῖν. (Lucian, Pseudologista, (no name) 24:7)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 24:7)

유의어

  1. to use frigid phrases

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION