Ancient Greek-English Dictionary Language

ψοφοδεής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ψοφοδεής ψοφοδεές

Structure: ψοφοδεη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: de/os

Sense

  1. frightened at every noise, shy, timid, timidity

Examples

  • ἄλλου τῶν τοιούτων, ἃ καθ’ ἡμέραν ἀπαντῶντα καὶ δυσωποῦντα μικρὰν καὶ στενὴν καὶ ἀνέξοδον καὶ ἀμείλικτον καὶ ψοφοδεῆ ποιεῖ τὴν διάνοιαν, ὡσ οὔτε γέλωτοσ αὐτῇ μετὸν οὔτε φωτὸσ οὔτε φιλανθρώπου τραπέζησ, τοιαῦτα περικειμένῃ καὶ μεταχειριζομένῃ διὰ τὸ πένθοσ. (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 6 6:1)
  • διὸ καὶ τῶν θηρίων τὰ ἀτιθάσευτα καὶ δυσεξημέρωτα ψοφοδεῆ καὶ δειλά, τὰ δὲ γενναῖα πιστεύοντα μᾶλλον διὰ τὸ θαρρεῖν οὐ φεύγει τὰσ φιλοφροσύνασ. (Plutarch, Artaxerxes, chapter 25 3:3)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION