헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψηλαφάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ψηλαφάω

형태분석: ψηλαφά (어간) + ω (인칭어미)

어원: mostly in pres.

  1. 찾다, 추구하다
  2. 느끼다, 짚다, 만지다, 닿다
  1. to feel or grope about
  2. to feel about for, search after
  3. to feel, touch, stroke

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψηλάφω

ψηλάφᾳς

ψηλάφᾳ

쌍수 ψηλάφᾱτον

ψηλάφᾱτον

복수 ψηλάφωμεν

ψηλάφᾱτε

ψηλάφωσιν*

접속법단수 ψηλάφω

ψηλάφῃς

ψηλάφῃ

쌍수 ψηλάφητον

ψηλάφητον

복수 ψηλάφωμεν

ψηλάφητε

ψηλάφωσιν*

기원법단수 ψηλάφῳμι

ψηλάφῳς

ψηλάφῳ

쌍수 ψηλάφῳτον

ψηλαφῷτην

복수 ψηλάφῳμεν

ψηλάφῳτε

ψηλάφῳεν

명령법단수 ψηλᾶφᾱ

ψηλαφᾶτω

쌍수 ψηλάφᾱτον

ψηλαφᾶτων

복수 ψηλάφᾱτε

ψηλαφῶντων, ψηλαφᾶτωσαν

부정사 ψηλάφᾱν

분사 남성여성중성
ψηλαφων

ψηλαφωντος

ψηλαφωσα

ψηλαφωσης

ψηλαφων

ψηλαφωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ψηλάφωμαι

ψηλάφᾳ

ψηλάφᾱται

쌍수 ψηλάφᾱσθον

ψηλάφᾱσθον

복수 ψηλαφῶμεθα

ψηλάφᾱσθε

ψηλάφωνται

접속법단수 ψηλάφωμαι

ψηλάφῃ

ψηλάφηται

쌍수 ψηλάφησθον

ψηλάφησθον

복수 ψηλαφώμεθα

ψηλάφησθε

ψηλάφωνται

기원법단수 ψηλαφῷμην

ψηλάφῳο

ψηλάφῳτο

쌍수 ψηλάφῳσθον

ψηλαφῷσθην

복수 ψηλαφῷμεθα

ψηλάφῳσθε

ψηλάφῳντο

명령법단수 ψηλάφω

ψηλαφᾶσθω

쌍수 ψηλάφᾱσθον

ψηλαφᾶσθων

복수 ψηλάφᾱσθε

ψηλαφᾶσθων, ψηλαφᾶσθωσαν

부정사 ψηλάφᾱσθαι

분사 남성여성중성
ψηλαφωμενος

ψηλαφωμενου

ψηλαφωμενη

ψηλαφωμενης

ψηλαφωμενον

ψηλαφωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔσῃ ψηλαφῶν μεσημβρίασ, ὡσεί τισ ψηλαφήσαι τυφλὸσ ἐν τῷ σκότει, καὶ οὐκ εὐοδώσει τὰσ ὁδούσ σου. καὶ ἔσῃ τότε ἀδικούμενοσ καὶ διαρπαζόμενοσ πάσασ τὰσ ἡμέρασ, καὶ οὐκ ἔσται σοι ὁ βοηθῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:29)

    (70인역 성경, 신명기 28:29)

  • ὅτε δὴ δ’ ἐκεῖνο ψηλαφῶν οὐκ ἐδυνάμην εὑρεῖν, ὁ δ’ ἤδη τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων ὁ κοπρεαῖοσ, λαμβάνω τουτὶ τὸ τῆσ γυναικὸσ ἡμιδιπλοίδιον, καὶ τὰσ ἐκείνησ Περσικὰσ ὑφέλκομαι. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode5)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Episode5)

  • εἰ γὰρ ἵνα μὴ λάβῃ ψηλαφῶν ἀποκτείνοι, γελοῖοσ ἂν εἰή, εἰ λέγοι ὅτι βίᾳ καὶ ἀναγκαζόμενοσ, ἀλλὰ δεῖ μεῖζον κακὸν καὶ λυπηρότερον εἶναι, ὃ πείσεται μὴ ποιήσασ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 149:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 149:2)

유의어

  1. to feel or grope about

  2. 찾다

  3. 느끼다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION