Ancient Greek-English Dictionary Language

ψηφοφορέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ψηφοφορέω ψηφοφορήσω

Structure: ψηφοφορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to give one's vote, vote

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ψηφοφόρω ψηφοφόρεις ψηφοφόρει
Dual ψηφοφόρειτον ψηφοφόρειτον
Plural ψηφοφόρουμεν ψηφοφόρειτε ψηφοφόρουσιν*
SubjunctiveSingular ψηφοφόρω ψηφοφόρῃς ψηφοφόρῃ
Dual ψηφοφόρητον ψηφοφόρητον
Plural ψηφοφόρωμεν ψηφοφόρητε ψηφοφόρωσιν*
OptativeSingular ψηφοφόροιμι ψηφοφόροις ψηφοφόροι
Dual ψηφοφόροιτον ψηφοφοροίτην
Plural ψηφοφόροιμεν ψηφοφόροιτε ψηφοφόροιεν
ImperativeSingular ψηφοφο͂ρει ψηφοφορεῖτω
Dual ψηφοφόρειτον ψηφοφορεῖτων
Plural ψηφοφόρειτε ψηφοφοροῦντων, ψηφοφορεῖτωσαν
Infinitive ψηφοφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ψηφοφορων ψηφοφορουντος ψηφοφορουσα ψηφοφορουσης ψηφοφορουν ψηφοφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ψηφοφόρουμαι ψηφοφόρει, ψηφοφόρῃ ψηφοφόρειται
Dual ψηφοφόρεισθον ψηφοφόρεισθον
Plural ψηφοφοροῦμεθα ψηφοφόρεισθε ψηφοφόρουνται
SubjunctiveSingular ψηφοφόρωμαι ψηφοφόρῃ ψηφοφόρηται
Dual ψηφοφόρησθον ψηφοφόρησθον
Plural ψηφοφορώμεθα ψηφοφόρησθε ψηφοφόρωνται
OptativeSingular ψηφοφοροίμην ψηφοφόροιο ψηφοφόροιτο
Dual ψηφοφόροισθον ψηφοφοροίσθην
Plural ψηφοφοροίμεθα ψηφοφόροισθε ψηφοφόροιντο
ImperativeSingular ψηφοφόρου ψηφοφορεῖσθω
Dual ψηφοφόρεισθον ψηφοφορεῖσθων
Plural ψηφοφόρεισθε ψηφοφορεῖσθων, ψηφοφορεῖσθωσαν
Infinitive ψηφοφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ψηφοφορουμενος ψηφοφορουμενου ψηφοφορουμενη ψηφοφορουμενης ψηφοφορουμενον ψηφοφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ψηφοφορήσω ψηφοφορήσεις ψηφοφορήσει
Dual ψηφοφορήσετον ψηφοφορήσετον
Plural ψηφοφορήσομεν ψηφοφορήσετε ψηφοφορήσουσιν*
OptativeSingular ψηφοφορήσοιμι ψηφοφορήσοις ψηφοφορήσοι
Dual ψηφοφορήσοιτον ψηφοφορησοίτην
Plural ψηφοφορήσοιμεν ψηφοφορήσοιτε ψηφοφορήσοιεν
Infinitive ψηφοφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ψηφοφορησων ψηφοφορησοντος ψηφοφορησουσα ψηφοφορησουσης ψηφοφορησον ψηφοφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ψηφοφορήσομαι ψηφοφορήσει, ψηφοφορήσῃ ψηφοφορήσεται
Dual ψηφοφορήσεσθον ψηφοφορήσεσθον
Plural ψηφοφορησόμεθα ψηφοφορήσεσθε ψηφοφορήσονται
OptativeSingular ψηφοφορησοίμην ψηφοφορήσοιο ψηφοφορήσοιτο
Dual ψηφοφορήσοισθον ψηφοφορησοίσθην
Plural ψηφοφορησοίμεθα ψηφοφορήσοισθε ψηφοφορήσοιντο
Infinitive ψηφοφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ψηφοφορησομενος ψηφοφορησομενου ψηφοφορησομενη ψηφοφορησομενης ψηφοφορησομενον ψηφοφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to give one's vote

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION