헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χρονοτριβέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χρονοτριβέω χρονοτριβήσω

형태분석: χρονοτριβέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: tri/bw

  1. 빈둥거리다, 어슬렁거리다, 게으름피우다
  1. to waste time, loiter
  2. to protract

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρονοτρίβω

(나는) 빈둥거린다

χρονοτρίβεις

(너는) 빈둥거린다

χρονοτρίβει

(그는) 빈둥거린다

쌍수 χρονοτρίβειτον

(너희 둘은) 빈둥거린다

χρονοτρίβειτον

(그 둘은) 빈둥거린다

복수 χρονοτρίβουμεν

(우리는) 빈둥거린다

χρονοτρίβειτε

(너희는) 빈둥거린다

χρονοτρίβουσιν*

(그들은) 빈둥거린다

접속법단수 χρονοτρίβω

(나는) 빈둥거리자

χρονοτρίβῃς

(너는) 빈둥거리자

χρονοτρίβῃ

(그는) 빈둥거리자

쌍수 χρονοτρίβητον

(너희 둘은) 빈둥거리자

χρονοτρίβητον

(그 둘은) 빈둥거리자

복수 χρονοτρίβωμεν

(우리는) 빈둥거리자

χρονοτρίβητε

(너희는) 빈둥거리자

χρονοτρίβωσιν*

(그들은) 빈둥거리자

기원법단수 χρονοτρίβοιμι

(나는) 빈둥거리기를 (바라다)

χρονοτρίβοις

(너는) 빈둥거리기를 (바라다)

χρονοτρίβοι

(그는) 빈둥거리기를 (바라다)

쌍수 χρονοτρίβοιτον

(너희 둘은) 빈둥거리기를 (바라다)

χρονοτριβοίτην

(그 둘은) 빈둥거리기를 (바라다)

복수 χρονοτρίβοιμεν

(우리는) 빈둥거리기를 (바라다)

χρονοτρίβοιτε

(너희는) 빈둥거리기를 (바라다)

χρονοτρίβοιεν

(그들은) 빈둥거리기를 (바라다)

명령법단수 χρονοτρῖβει

(너는) 빈둥거려라

χρονοτριβεῖτω

(그는) 빈둥거려라

쌍수 χρονοτρίβειτον

(너희 둘은) 빈둥거려라

χρονοτριβεῖτων

(그 둘은) 빈둥거려라

복수 χρονοτρίβειτε

(너희는) 빈둥거려라

χρονοτριβοῦντων, χρονοτριβεῖτωσαν

(그들은) 빈둥거려라

부정사 χρονοτρίβειν

빈둥거리는 것

분사 남성여성중성
χρονοτριβων

χρονοτριβουντος

χρονοτριβουσα

χρονοτριβουσης

χρονοτριβουν

χρονοτριβουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρονοτρίβουμαι

χρονοτρίβει, χρονοτρίβῃ

χρονοτρίβειται

쌍수 χρονοτρίβεισθον

χρονοτρίβεισθον

복수 χρονοτριβοῦμεθα

χρονοτρίβεισθε

χρονοτρίβουνται

접속법단수 χρονοτρίβωμαι

χρονοτρίβῃ

χρονοτρίβηται

쌍수 χρονοτρίβησθον

χρονοτρίβησθον

복수 χρονοτριβώμεθα

χρονοτρίβησθε

χρονοτρίβωνται

기원법단수 χρονοτριβοίμην

χρονοτρίβοιο

χρονοτρίβοιτο

쌍수 χρονοτρίβοισθον

χρονοτριβοίσθην

복수 χρονοτριβοίμεθα

χρονοτρίβοισθε

χρονοτρίβοιντο

명령법단수 χρονοτρίβου

χρονοτριβεῖσθω

쌍수 χρονοτρίβεισθον

χρονοτριβεῖσθων

복수 χρονοτρίβεισθε

χρονοτριβεῖσθων, χρονοτριβεῖσθωσαν

부정사 χρονοτρίβεισθαι

분사 남성여성중성
χρονοτριβουμενος

χρονοτριβουμενου

χρονοτριβουμενη

χρονοτριβουμενης

χρονοτριβουμενον

χρονοτριβουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρονοτριβήσω

(나는) 빈둥거리겠다

χρονοτριβήσεις

(너는) 빈둥거리겠다

χρονοτριβήσει

(그는) 빈둥거리겠다

쌍수 χρονοτριβήσετον

(너희 둘은) 빈둥거리겠다

χρονοτριβήσετον

(그 둘은) 빈둥거리겠다

복수 χρονοτριβήσομεν

(우리는) 빈둥거리겠다

χρονοτριβήσετε

(너희는) 빈둥거리겠다

χρονοτριβήσουσιν*

(그들은) 빈둥거리겠다

기원법단수 χρονοτριβήσοιμι

(나는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

χρονοτριβήσοις

(너는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

χρονοτριβήσοι

(그는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

쌍수 χρονοτριβήσοιτον

(너희 둘은) 빈둥거리겠기를 (바라다)

χρονοτριβησοίτην

(그 둘은) 빈둥거리겠기를 (바라다)

복수 χρονοτριβήσοιμεν

(우리는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

χρονοτριβήσοιτε

(너희는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

χρονοτριβήσοιεν

(그들은) 빈둥거리겠기를 (바라다)

부정사 χρονοτριβήσειν

빈둥거릴 것

분사 남성여성중성
χρονοτριβησων

χρονοτριβησοντος

χρονοτριβησουσα

χρονοτριβησουσης

χρονοτριβησον

χρονοτριβησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρονοτριβήσομαι

χρονοτριβήσει, χρονοτριβήσῃ

χρονοτριβήσεται

쌍수 χρονοτριβήσεσθον

χρονοτριβήσεσθον

복수 χρονοτριβησόμεθα

χρονοτριβήσεσθε

χρονοτριβήσονται

기원법단수 χρονοτριβησοίμην

χρονοτριβήσοιο

χρονοτριβήσοιτο

쌍수 χρονοτριβήσοισθον

χρονοτριβησοίσθην

복수 χρονοτριβησοίμεθα

χρονοτριβήσοισθε

χρονοτριβήσοιντο

부정사 χρονοτριβήσεσθαι

분사 남성여성중성
χρονοτριβησομενος

χρονοτριβησομενου

χρονοτριβησομενη

χρονοτριβησομενης

χρονοτριβησομενον

χρονοτριβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχρονοτρῖβουν

(나는) 빈둥거리고 있었다

ἐχρονοτρῖβεις

(너는) 빈둥거리고 있었다

ἐχρονοτρῖβειν*

(그는) 빈둥거리고 있었다

쌍수 ἐχρονοτρίβειτον

(너희 둘은) 빈둥거리고 있었다

ἐχρονοτριβεῖτην

(그 둘은) 빈둥거리고 있었다

복수 ἐχρονοτρίβουμεν

(우리는) 빈둥거리고 있었다

ἐχρονοτρίβειτε

(너희는) 빈둥거리고 있었다

ἐχρονοτρῖβουν

(그들은) 빈둥거리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχρονοτριβοῦμην

ἐχρονοτρίβου

ἐχρονοτρίβειτο

쌍수 ἐχρονοτρίβεισθον

ἐχρονοτριβεῖσθην

복수 ἐχρονοτριβοῦμεθα

ἐχρονοτρίβεισθε

ἐχρονοτρίβουντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to protract

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION