헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χραίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χραίνω

형태분석: χραίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: = xra/w

  1. 더럽히다, 불결하게 하다, 오염시키다, 얼룩지게 하다, 욕되게 하다
  1. to touch slightly
  2. to stain, spot, defile, to be defiled

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χραίνω

χραίνεις

χραίνει

쌍수 χραίνετον

χραίνετον

복수 χραίνομεν

χραίνετε

χραίνουσιν*

접속법단수 χραίνω

χραίνῃς

χραίνῃ

쌍수 χραίνητον

χραίνητον

복수 χραίνωμεν

χραίνητε

χραίνωσιν*

기원법단수 χραίνοιμι

χραίνοις

χραίνοι

쌍수 χραίνοιτον

χραινοίτην

복수 χραίνοιμεν

χραίνοιτε

χραίνοιεν

명령법단수 χραίνε

χραινέτω

쌍수 χραίνετον

χραινέτων

복수 χραίνετε

χραινόντων, χραινέτωσαν

부정사 χραίνειν

분사 남성여성중성
χραινων

χραινοντος

χραινουσα

χραινουσης

χραινον

χραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χραίνομαι

χραίνει, χραίνῃ

χραίνεται

쌍수 χραίνεσθον

χραίνεσθον

복수 χραινόμεθα

χραίνεσθε

χραίνονται

접속법단수 χραίνωμαι

χραίνῃ

χραίνηται

쌍수 χραίνησθον

χραίνησθον

복수 χραινώμεθα

χραίνησθε

χραίνωνται

기원법단수 χραινοίμην

χραίνοιο

χραίνοιτο

쌍수 χραίνοισθον

χραινοίσθην

복수 χραινοίμεθα

χραίνοισθε

χραίνοιντο

명령법단수 χραίνου

χραινέσθω

쌍수 χραίνεσθον

χραινέσθων

복수 χραίνεσθε

χραινέσθων, χραινέσθωσαν

부정사 χραίνεσθαι

분사 남성여성중성
χραινομενος

χραινομενου

χραινομενη

χραινομενης

χραινομενον

χραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγγὺσ γὰρ ἤδη πάνοπλοσ Ἀργείων στρατὸσ χωρεῖ, κονίει, πεδία δ’ ἀργηστὴσ ἀφρὸσ χραίνει σταλαγμοῖσ ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 4:9)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode 4:9)

유의어

  1. 더럽히다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION