헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποχραίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποχραίνω

형태분석: ἀπο (접두사) + χραίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 바래다
  1. to soften away the colour, shade off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποχραίνω

(나는) 바랜다

ἀποχραίνεις

(너는) 바랜다

ἀποχραίνει

(그는) 바랜다

쌍수 ἀποχραίνετον

(너희 둘은) 바랜다

ἀποχραίνετον

(그 둘은) 바랜다

복수 ἀποχραίνομεν

(우리는) 바랜다

ἀποχραίνετε

(너희는) 바랜다

ἀποχραίνουσιν*

(그들은) 바랜다

접속법단수 ἀποχραίνω

(나는) 바래자

ἀποχραίνῃς

(너는) 바래자

ἀποχραίνῃ

(그는) 바래자

쌍수 ἀποχραίνητον

(너희 둘은) 바래자

ἀποχραίνητον

(그 둘은) 바래자

복수 ἀποχραίνωμεν

(우리는) 바래자

ἀποχραίνητε

(너희는) 바래자

ἀποχραίνωσιν*

(그들은) 바래자

기원법단수 ἀποχραίνοιμι

(나는) 바래기를 (바라다)

ἀποχραίνοις

(너는) 바래기를 (바라다)

ἀποχραίνοι

(그는) 바래기를 (바라다)

쌍수 ἀποχραίνοιτον

(너희 둘은) 바래기를 (바라다)

ἀποχραινοίτην

(그 둘은) 바래기를 (바라다)

복수 ἀποχραίνοιμεν

(우리는) 바래기를 (바라다)

ἀποχραίνοιτε

(너희는) 바래기를 (바라다)

ἀποχραίνοιεν

(그들은) 바래기를 (바라다)

명령법단수 ἀποχραίνε

(너는) 바래어라

ἀποχραινέτω

(그는) 바래어라

쌍수 ἀποχραίνετον

(너희 둘은) 바래어라

ἀποχραινέτων

(그 둘은) 바래어라

복수 ἀποχραίνετε

(너희는) 바래어라

ἀποχραινόντων, ἀποχραινέτωσαν

(그들은) 바래어라

부정사 ἀποχραίνειν

바래는 것

분사 남성여성중성
ἀποχραινων

ἀποχραινοντος

ἀποχραινουσα

ἀποχραινουσης

ἀποχραινον

ἀποχραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποχραίνομαι

(나는) 바래여진다

ἀποχραίνει, ἀποχραίνῃ

(너는) 바래여진다

ἀποχραίνεται

(그는) 바래여진다

쌍수 ἀποχραίνεσθον

(너희 둘은) 바래여진다

ἀποχραίνεσθον

(그 둘은) 바래여진다

복수 ἀποχραινόμεθα

(우리는) 바래여진다

ἀποχραίνεσθε

(너희는) 바래여진다

ἀποχραίνονται

(그들은) 바래여진다

접속법단수 ἀποχραίνωμαι

(나는) 바래여지자

ἀποχραίνῃ

(너는) 바래여지자

ἀποχραίνηται

(그는) 바래여지자

쌍수 ἀποχραίνησθον

(너희 둘은) 바래여지자

ἀποχραίνησθον

(그 둘은) 바래여지자

복수 ἀποχραινώμεθα

(우리는) 바래여지자

ἀποχραίνησθε

(너희는) 바래여지자

ἀποχραίνωνται

(그들은) 바래여지자

기원법단수 ἀποχραινοίμην

(나는) 바래여지기를 (바라다)

ἀποχραίνοιο

(너는) 바래여지기를 (바라다)

ἀποχραίνοιτο

(그는) 바래여지기를 (바라다)

쌍수 ἀποχραίνοισθον

(너희 둘은) 바래여지기를 (바라다)

ἀποχραινοίσθην

(그 둘은) 바래여지기를 (바라다)

복수 ἀποχραινοίμεθα

(우리는) 바래여지기를 (바라다)

ἀποχραίνοισθε

(너희는) 바래여지기를 (바라다)

ἀποχραίνοιντο

(그들은) 바래여지기를 (바라다)

명령법단수 ἀποχραίνου

(너는) 바래여져라

ἀποχραινέσθω

(그는) 바래여져라

쌍수 ἀποχραίνεσθον

(너희 둘은) 바래여져라

ἀποχραινέσθων

(그 둘은) 바래여져라

복수 ἀποχραίνεσθε

(너희는) 바래여져라

ἀποχραινέσθων, ἀποχραινέσθωσαν

(그들은) 바래여져라

부정사 ἀποχραίνεσθαι

바래여지는 것

분사 남성여성중성
ἀποχραινομενος

ἀποχραινομενου

ἀποχραινομενη

ἀποχραινομενης

ἀποχραινομενον

ἀποχραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέχραινον

(나는) 바래고 있었다

ἀπέχραινες

(너는) 바래고 있었다

ἀπέχραινεν*

(그는) 바래고 있었다

쌍수 ἀπεχραίνετον

(너희 둘은) 바래고 있었다

ἀπεχραινέτην

(그 둘은) 바래고 있었다

복수 ἀπεχραίνομεν

(우리는) 바래고 있었다

ἀπεχραίνετε

(너희는) 바래고 있었다

ἀπέχραινον

(그들은) 바래고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεχραινόμην

(나는) 바래여지고 있었다

ἀπεχραίνου

(너는) 바래여지고 있었다

ἀπεχραίνετο

(그는) 바래여지고 있었다

쌍수 ἀπεχραίνεσθον

(너희 둘은) 바래여지고 있었다

ἀπεχραινέσθην

(그 둘은) 바래여지고 있었다

복수 ἀπεχραινόμεθα

(우리는) 바래여지고 있었다

ἀπεχραίνεσθε

(너희는) 바래여지고 있었다

ἀπεχραίνοντο

(그들은) 바래여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἶσθ’ ὅτι καθάπερ ζωγράφων οὐδὲν πέρασ ἔχειν ἡ πραγματεία δοκεῖ περὶ ἑκάστων τῶν ζῴων, ἀλλ’ ἢ τοῦ χραίνειν ἢ ἀποχραίνειν, ἢ ὁτιδήποτε καλοῦσι τὸ τοιοῦτον οἱ ζωγράφων παῖδεσ, οὐκ ἄν ποτε δοκεῖ παύσασθαι κοσμοῦσα, ὥστε ἐπίδοσιν μηκέτ’ ἔχειν εἰσ τὸ καλλίω τε καὶ φανερώτερα γίγνεσθαι τὰ γεγραμμένα. (Plato, Laws, book 6 126:6)

    (플라톤, Laws, book 6 126:6)

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION