Ancient Greek-English Dictionary Language

χολώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χολώδης χολώδες

Structure: χολωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like bile or gall, bilious
  2. bilious, angry

Examples

  • τὸ δ’ ἀπορεῖν, εἴτ’ ἐν τοῖσ σώμασι τῶν ἀνθρώπων ὁ χυμὸσ οὗτοσ ἔχει τὴν γένεσιν εἴτ’ ἐν τοῖσ σιτίοισ περιέχεται, μηδ’ ὅτι τοῖσ ὑγιαίνουσιν ἀμέμπτωσ, ὅταν ἀσιτήσωσι παρὰ τὸ ἔθοσ ὑπό τινοσ περιστάσεωσ πραγμάτων ἀναγκασθέντεσ, πικρὸν μὲν τὸ στόμα γίγνεται, χολώδη δὲ τὰ οὖρα, δάκνεται δ’ ἡ γαστήρ, ἑωρακότοσ ἐστὶν ἀλλ’ ὥσπερ ἐξαίφνησ νῦν εἰσ τὸν κόσμον ἐληλυθότοσ καὶ μήπω τὰ κατ’ αὐτὸν φαινόμενα γιγνώσκοντοσ. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 896)

Synonyms

  1. like bile or gall

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION