Ancient Greek-English Dictionary Language

χολώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χολώδης χολώδες

Structure: χολωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like bile or gall, bilious
  2. bilious, angry

Examples

  • ἰχῶρεσ δέ τινέσ εἰσι ταῦτα χολώδεισ τε καὶ φλεγματώδεισ καὶ ὀρρώδεισ, οὓσ μόνουσ ἑλκούσῃ μεθίησιν αὐτῇ τὸ ἧπαρ, ὅταν ποτὲ καὶ αὐτὴ δέηται τροφῆσ. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1322)
  • ὅτου γὰρ ἂν ἢ τῶν ὀξέων καὶ τῶν ἁλυκῶν φλεγμάτων καὶ ὅσοι πικροὶ καὶ χολώδεισ χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντεσ ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸσ δὲ εἱλλόμενοι τὴν ἀφ’ αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆσ ψυχῆσ φορᾷ συμμείξαντεσ ἀνακερασθῶσι, παντοδαπὰ νοσήματα ψυχῆσ ἐμποιοῦσι μᾶλλον καὶ ἧττον καὶ ἐλάττω καὶ πλείω, πρόσ τε τοὺσ τρεῖσ τόπουσ ἐνεχθέντα τῆσ ψυχῆσ, πρὸσ ὃν ἂν ἕκαστ’ αὐτῶν προσπίπτῃ, ποικίλλει μὲν εἴδη δυσκολίασ καὶ δυσθυμίασ παντοδαπά, ποικίλλει δὲ θρασύτητόσ τε καὶ δειλίασ, ἔτι δὲ λήθησ ἅμα καὶ δυσμαθίασ. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 455:2)

Synonyms

  1. like bile or gall

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION