헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χλωρότης

3군 변화 명사; 여성 색상 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χλωρότης χλωρότητος

형태분석: χλωροτητ (어간) + ς (어미)

  1. 녹색, 푸르름
  2. 노랑, 연녹색
  1. greenness, pale greenness
  2. yellow color

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χλωρότης

녹색이

χλωρότητε

녹색들이

χλωρότητες

녹색들이

속격 χλωρότητος

녹색의

χλωροτήτοιν

녹색들의

χλωροτήτων

녹색들의

여격 χλωρότητι

녹색에게

χλωροτήτοιν

녹색들에게

χλωρότησιν*

녹색들에게

대격 χλωρότητα

녹색을

χλωρότητε

녹색들을

χλωρότητας

녹색들을

호격 χλωρότη

녹색아

χλωρότητε

녹색들아

χλωρότητες

녹색들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ αὐτὸ μὲν ὡσ ἔποσ εἰπεῖν ἄκαυστόν ἐστιν, ὕλην δὲ καὶ πόαν νοτερὰν καὶ ξύλα βεβρεγμένα δυσκαῆ παρέχει, καὶ φλόγα ζοφερὰν καὶ ἀμβλεῖαν ὑπὸ χλωρότητοσ ἀναδίδωσι τῷ ψυχρῷ μαχόμενον πρὸσ τὸ θερμὸν ὡσ φύσει πολέμιον. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 16 12:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 16 12:1)

  • τὸν δὲ κιττὸν πότερον ὡσ ἄκαρπον καὶ ἄχρηστον ἀνθρώποισ, ἀδρανῆ δὲ καὶ δι’ ἀσθένειαν ἑτέρων ὀχούντων δεόμενον, σκιᾷ δὲ καὶ χλωρότητοσ ὄψει γοητεύοντα τοὺσ πολλούσ, οὐκ ᾤοντο δεῖν ἀσύμβολον ἐν ταῖσ οἰκίαισ μάτην ἐντρέφεσθαι καὶ περιπλέκεσθαι, βλαβερὸν ὄντα τοῖσ προσδεχομένοισ φυτοῖσ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 112 2:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 112 2:1)

유의어

  1. 녹색

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION