헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειρουργικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χειρουργικός χειρουργική χειρουργικόν

형태분석: χειρουργικ (어간) + ος (어미)

  1. of or for handiwork

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χειρουργικός

(이)가

χειρουργική

(이)가

χειρουργικόν

(것)가

속격 χειρουργικοῦ

(이)의

χειρουργικῆς

(이)의

χειρουργικοῦ

(것)의

여격 χειρουργικῷ

(이)에게

χειρουργικῇ

(이)에게

χειρουργικῷ

(것)에게

대격 χειρουργικόν

(이)를

χειρουργικήν

(이)를

χειρουργικόν

(것)를

호격 χειρουργικέ

(이)야

χειρουργική

(이)야

χειρουργικόν

(것)야

쌍수주/대/호 χειρουργικώ

(이)들이

χειρουργικᾱ́

(이)들이

χειρουργικώ

(것)들이

속/여 χειρουργικοῖν

(이)들의

χειρουργικαῖν

(이)들의

χειρουργικοῖν

(것)들의

복수주격 χειρουργικοί

(이)들이

χειρουργικαί

(이)들이

χειρουργικά

(것)들이

속격 χειρουργικῶν

(이)들의

χειρουργικῶν

(이)들의

χειρουργικῶν

(것)들의

여격 χειρουργικοῖς

(이)들에게

χειρουργικαῖς

(이)들에게

χειρουργικοῖς

(것)들에게

대격 χειρουργικούς

(이)들을

χειρουργικᾱ́ς

(이)들을

χειρουργικά

(것)들을

호격 χειρουργικοί

(이)들아

χειρουργικαί

(이)들아

χειρουργικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γενόμενοσ χειρουργικὸσ καὶ τὴν τέχνην ἀσκήσασ ἐπὶ πολὺ οὐ μόνον ἐκώλυέ τινασ ἀποθνήσκειν, ἀλλ’ ἀνήγειρε καὶ τοὺσ ἀποθανόντασ· (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 10 4:18)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 10 4:18)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION