Ancient Greek-English Dictionary Language

χειροπληθής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: χειροπληθής χειροπληθές

Structure: χειροπληθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: plh=qos

Sense

  1. filling the hand, as large as can be held in the hand

Examples

  • ὥστε ἀφέντασ τὴν κόνιν καὶ τὸ ἔλαιον δίδασκε αὐτοὺσ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν μὴ κοῦφα διδοὺσ τὰ ἀκόντια καὶ οἱᾶ διαφέρεσθαι πρὸσ τὸν ἄνεμον, ἀλλ’ ἔστω λόγχη βαρεῖα μετὰ συριγμοῦ ἑλιττομένη καὶ λίθοσ χειροπληθὴσ καὶ σάγαρισ καὶ γέρρον ἐν τῇ ἀριστερᾷ καὶ θώραξ καὶ κράνοσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 32:5)
  • ἔστι δὲ ταῦτα βέλη Ῥωμαίων, ἃ συνιόντεσ εἰσ χεῖρασ ἐξακοντίζουσι, ξύλα προμήκη τε καὶ χειροπλήθη τριῶν οὐχ ἧττον ποδῶν σιδηροῦσ ὀβελίσκουσ ἔχοντα προὔχοντασ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ θατέρου τῶν ἄκρων, μετρίοισ ἀκοντίοισ ἴσα σὺν τῷ σιδήρῳ· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 46 3:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION