헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειλοποτέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χειλοποτέω χειλοποτήσω

형태분석: χειλοποτέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빨다, 마시다, 받아들이다
  1. to drink with the lips, sip

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειλοπότω

(나는) 빨다

χειλοπότεις

(너는) 빨다

χειλοπότει

(그는) 빨다

쌍수 χειλοπότειτον

(너희 둘은) 빨다

χειλοπότειτον

(그 둘은) 빨다

복수 χειλοπότουμεν

(우리는) 빨다

χειλοπότειτε

(너희는) 빨다

χειλοπότουσιν*

(그들은) 빨다

접속법단수 χειλοπότω

(나는) 빨자

χειλοπότῃς

(너는) 빨자

χειλοπότῃ

(그는) 빨자

쌍수 χειλοπότητον

(너희 둘은) 빨자

χειλοπότητον

(그 둘은) 빨자

복수 χειλοπότωμεν

(우리는) 빨자

χειλοπότητε

(너희는) 빨자

χειλοπότωσιν*

(그들은) 빨자

기원법단수 χειλοπότοιμι

(나는) 빨기를 (바라다)

χειλοπότοις

(너는) 빨기를 (바라다)

χειλοπότοι

(그는) 빨기를 (바라다)

쌍수 χειλοπότοιτον

(너희 둘은) 빨기를 (바라다)

χειλοποτοίτην

(그 둘은) 빨기를 (바라다)

복수 χειλοπότοιμεν

(우리는) 빨기를 (바라다)

χειλοπότοιτε

(너희는) 빨기를 (바라다)

χειλοπότοιεν

(그들은) 빨기를 (바라다)

명령법단수 χειλοπο͂τει

(너는) 빨아라

χειλοποτεῖτω

(그는) 빨아라

쌍수 χειλοπότειτον

(너희 둘은) 빨아라

χειλοποτεῖτων

(그 둘은) 빨아라

복수 χειλοπότειτε

(너희는) 빨아라

χειλοποτοῦντων, χειλοποτεῖτωσαν

(그들은) 빨아라

부정사 χειλοπότειν

빠는 것

분사 남성여성중성
χειλοποτων

χειλοποτουντος

χειλοποτουσα

χειλοποτουσης

χειλοποτουν

χειλοποτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειλοπότουμαι

(나는) 빨려지다

χειλοπότει, χειλοπότῃ

(너는) 빨려지다

χειλοπότειται

(그는) 빨려지다

쌍수 χειλοπότεισθον

(너희 둘은) 빨려지다

χειλοπότεισθον

(그 둘은) 빨려지다

복수 χειλοποτοῦμεθα

(우리는) 빨려지다

χειλοπότεισθε

(너희는) 빨려지다

χειλοπότουνται

(그들은) 빨려지다

접속법단수 χειλοπότωμαι

(나는) 빨려지자

χειλοπότῃ

(너는) 빨려지자

χειλοπότηται

(그는) 빨려지자

쌍수 χειλοπότησθον

(너희 둘은) 빨려지자

χειλοπότησθον

(그 둘은) 빨려지자

복수 χειλοποτώμεθα

(우리는) 빨려지자

χειλοπότησθε

(너희는) 빨려지자

χειλοπότωνται

(그들은) 빨려지자

기원법단수 χειλοποτοίμην

(나는) 빨려지기를 (바라다)

χειλοπότοιο

(너는) 빨려지기를 (바라다)

χειλοπότοιτο

(그는) 빨려지기를 (바라다)

쌍수 χειλοπότοισθον

(너희 둘은) 빨려지기를 (바라다)

χειλοποτοίσθην

(그 둘은) 빨려지기를 (바라다)

복수 χειλοποτοίμεθα

(우리는) 빨려지기를 (바라다)

χειλοπότοισθε

(너희는) 빨려지기를 (바라다)

χειλοπότοιντο

(그들은) 빨려지기를 (바라다)

명령법단수 χειλοπότου

(너는) 빨려져라

χειλοποτεῖσθω

(그는) 빨려져라

쌍수 χειλοπότεισθον

(너희 둘은) 빨려져라

χειλοποτεῖσθων

(그 둘은) 빨려져라

복수 χειλοπότεισθε

(너희는) 빨려져라

χειλοποτεῖσθων, χειλοποτεῖσθωσαν

(그들은) 빨려져라

부정사 χειλοπότεισθαι

빨려지는 것

분사 남성여성중성
χειλοποτουμενος

χειλοποτουμενου

χειλοποτουμενη

χειλοποτουμενης

χειλοποτουμενον

χειλοποτουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειλοποτήσω

(나는) 빨겠다

χειλοποτήσεις

(너는) 빨겠다

χειλοποτήσει

(그는) 빨겠다

쌍수 χειλοποτήσετον

(너희 둘은) 빨겠다

χειλοποτήσετον

(그 둘은) 빨겠다

복수 χειλοποτήσομεν

(우리는) 빨겠다

χειλοποτήσετε

(너희는) 빨겠다

χειλοποτήσουσιν*

(그들은) 빨겠다

기원법단수 χειλοποτήσοιμι

(나는) 빨겠기를 (바라다)

χειλοποτήσοις

(너는) 빨겠기를 (바라다)

χειλοποτήσοι

(그는) 빨겠기를 (바라다)

쌍수 χειλοποτήσοιτον

(너희 둘은) 빨겠기를 (바라다)

χειλοποτησοίτην

(그 둘은) 빨겠기를 (바라다)

복수 χειλοποτήσοιμεν

(우리는) 빨겠기를 (바라다)

χειλοποτήσοιτε

(너희는) 빨겠기를 (바라다)

χειλοποτήσοιεν

(그들은) 빨겠기를 (바라다)

부정사 χειλοποτήσειν

빨 것

분사 남성여성중성
χειλοποτησων

χειλοποτησοντος

χειλοποτησουσα

χειλοποτησουσης

χειλοποτησον

χειλοποτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειλοποτήσομαι

(나는) 빨려지겠다

χειλοποτήσει, χειλοποτήσῃ

(너는) 빨려지겠다

χειλοποτήσεται

(그는) 빨려지겠다

쌍수 χειλοποτήσεσθον

(너희 둘은) 빨려지겠다

χειλοποτήσεσθον

(그 둘은) 빨려지겠다

복수 χειλοποτησόμεθα

(우리는) 빨려지겠다

χειλοποτήσεσθε

(너희는) 빨려지겠다

χειλοποτήσονται

(그들은) 빨려지겠다

기원법단수 χειλοποτησοίμην

(나는) 빨려지겠기를 (바라다)

χειλοποτήσοιο

(너는) 빨려지겠기를 (바라다)

χειλοποτήσοιτο

(그는) 빨려지겠기를 (바라다)

쌍수 χειλοποτήσοισθον

(너희 둘은) 빨려지겠기를 (바라다)

χειλοποτησοίσθην

(그 둘은) 빨려지겠기를 (바라다)

복수 χειλοποτησοίμεθα

(우리는) 빨려지겠기를 (바라다)

χειλοποτήσοισθε

(너희는) 빨려지겠기를 (바라다)

χειλοποτήσοιντο

(그들은) 빨려지겠기를 (바라다)

부정사 χειλοποτήσεσθαι

빨려질 것

분사 남성여성중성
χειλοποτησομενος

χειλοποτησομενου

χειλοποτησομενη

χειλοποτησομενης

χειλοποτησομενον

χειλοποτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχειλοπο͂τουν

(나는) 빨고 있었다

ἐχειλοπο͂τεις

(너는) 빨고 있었다

ἐχειλοπο͂τειν*

(그는) 빨고 있었다

쌍수 ἐχειλοπότειτον

(너희 둘은) 빨고 있었다

ἐχειλοποτεῖτην

(그 둘은) 빨고 있었다

복수 ἐχειλοπότουμεν

(우리는) 빨고 있었다

ἐχειλοπότειτε

(너희는) 빨고 있었다

ἐχειλοπο͂τουν

(그들은) 빨고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχειλοποτοῦμην

(나는) 빨려지고 있었다

ἐχειλοπότου

(너는) 빨려지고 있었다

ἐχειλοπότειτο

(그는) 빨려지고 있었다

쌍수 ἐχειλοπότεισθον

(너희 둘은) 빨려지고 있었다

ἐχειλοποτεῖσθην

(그 둘은) 빨려지고 있었다

복수 ἐχειλοποτοῦμεθα

(우리는) 빨려지고 있었다

ἐχειλοπότεισθε

(너희는) 빨려지고 있었다

ἐχειλοπότουντο

(그들은) 빨려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 빨다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION