- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὡρακιάω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: hōrakiaō 고전 발음: [호:라끼아오:] 신약 발음: [오라끼아오]

기본형: ὡρακιάω

형태분석: ὡρακιά (어간) + ω (인칭어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. to faint, swoon away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὡρακίω

ὡρακίᾳς

ὡρακίᾳ

쌍수 ὡρακίατον

ὡρακίατον

복수 ὡρακίωμεν

ὡρακίατε

ὡρακίωσι(ν)

접속법단수 ὡρακίω

ὡρακίῃς

ὡρακίῃ

쌍수 ὡρακίητον

ὡρακίητον

복수 ὡρακίωμεν

ὡρακίητε

ὡρακίωσι(ν)

기원법단수 ὡρακίῳμι

ὡρακίῳς

ὡρακίῳ

쌍수 ὡρακίῳτον

ὡρακιῷτην

복수 ὡρακίῳμεν

ὡρακίῳτε

ὡρακίῳεν

명령법단수 ὡρακῖα

ὡρακιᾶτω

쌍수 ὡρακίατον

ὡρακιᾶτων

복수 ὡρακίατε

ὡρακιῶντων, ὡρακιᾶτωσαν

부정사 ὡρακίαν

분사 남성여성중성
ὡρακιων

ὡρακιωντος

ὡρακιωσα

ὡρακιωσης

ὡρακιων

ὡρακιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὡρακίωμαι

ὡρακίᾳ

ὡρακίαται

쌍수 ὡρακίασθον

ὡρακίασθον

복수 ὡρακιῶμεθα

ὡρακίασθε

ὡρακίωνται

접속법단수 ὡρακίωμαι

ὡρακίῃ

ὡρακίηται

쌍수 ὡρακίησθον

ὡρακίησθον

복수 ὡρακιώμεθα

ὡρακίησθε

ὡρακίωνται

기원법단수 ὡρακιῷμην

ὡρακίῳο

ὡρακίῳτο

쌍수 ὡρακίῳσθον

ὡρακιῷσθην

복수 ὡρακιῷμεθα

ὡρακίῳσθε

ὡρακίῳντο

명령법단수 ὡρακίω

ὡρακιᾶσθω

쌍수 ὡρακίασθον

ὡρακιᾶσθων

복수 ὡρακίασθε

ὡρακιᾶσθων, ὡρακιᾶσθωσαν

부정사 ὡρακίασθαι

분사 남성여성중성
ὡρακιωμενος

ὡρακιωμενου

ὡρακιωμενη

ὡρακιωμενης

ὡρακιωμενον

ὡρακιωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to faint

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION