Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπτιάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑπτιάζω ὑπτιάσω

Structure: ὑπτιάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: u(/ptios

Sense

  1. to bend oneself back, to carry one's head high, lies supine

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπτιάζω ὑπτιάζεις ὑπτιάζει
Dual ὑπτιάζετον ὑπτιάζετον
Plural ὑπτιάζομεν ὑπτιάζετε ὑπτιάζουσιν*
SubjunctiveSingular ὑπτιάζω ὑπτιάζῃς ὑπτιάζῃ
Dual ὑπτιάζητον ὑπτιάζητον
Plural ὑπτιάζωμεν ὑπτιάζητε ὑπτιάζωσιν*
OptativeSingular ὑπτιάζοιμι ὑπτιάζοις ὑπτιάζοι
Dual ὑπτιάζοιτον ὑπτιαζοίτην
Plural ὑπτιάζοιμεν ὑπτιάζοιτε ὑπτιάζοιεν
ImperativeSingular ὑπτίαζε ὑπτιαζέτω
Dual ὑπτιάζετον ὑπτιαζέτων
Plural ὑπτιάζετε ὑπτιαζόντων, ὑπτιαζέτωσαν
Infinitive ὑπτιάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπτιαζων ὑπτιαζοντος ὑπτιαζουσα ὑπτιαζουσης ὑπτιαζον ὑπτιαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπτιάζομαι ὑπτιάζει, ὑπτιάζῃ ὑπτιάζεται
Dual ὑπτιάζεσθον ὑπτιάζεσθον
Plural ὑπτιαζόμεθα ὑπτιάζεσθε ὑπτιάζονται
SubjunctiveSingular ὑπτιάζωμαι ὑπτιάζῃ ὑπτιάζηται
Dual ὑπτιάζησθον ὑπτιάζησθον
Plural ὑπτιαζώμεθα ὑπτιάζησθε ὑπτιάζωνται
OptativeSingular ὑπτιαζοίμην ὑπτιάζοιο ὑπτιάζοιτο
Dual ὑπτιάζοισθον ὑπτιαζοίσθην
Plural ὑπτιαζοίμεθα ὑπτιάζοισθε ὑπτιάζοιντο
ImperativeSingular ὑπτιάζου ὑπτιαζέσθω
Dual ὑπτιάζεσθον ὑπτιαζέσθων
Plural ὑπτιάζεσθε ὑπτιαζέσθων, ὑπτιαζέσθωσαν
Infinitive ὑπτιάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπτιαζομενος ὑπτιαζομενου ὑπτιαζομενη ὑπτιαζομενης ὑπτιαζομενον ὑπτιαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε· (Sophocles, Philoctetes, episode 2:23)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION