헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποπτήσσω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποπτήσσω ὑποπτήξω

형태분석: ὑπο (접두사) + πτήσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. to crouch or cower beneath
  2. to crouch before, bow down to, to be modest or shy

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποπτήσσω

ὑποπτήσσεις

ὑποπτήσσει

쌍수 ὑποπτήσσετον

ὑποπτήσσετον

복수 ὑποπτήσσομεν

ὑποπτήσσετε

ὑποπτήσσουσιν*

접속법단수 ὑποπτήσσω

ὑποπτήσσῃς

ὑποπτήσσῃ

쌍수 ὑποπτήσσητον

ὑποπτήσσητον

복수 ὑποπτήσσωμεν

ὑποπτήσσητε

ὑποπτήσσωσιν*

기원법단수 ὑποπτήσσοιμι

ὑποπτήσσοις

ὑποπτήσσοι

쌍수 ὑποπτήσσοιτον

ὑποπτησσοίτην

복수 ὑποπτήσσοιμεν

ὑποπτήσσοιτε

ὑποπτήσσοιεν

명령법단수 ὑποπτήσσε

ὑποπτησσέτω

쌍수 ὑποπτήσσετον

ὑποπτησσέτων

복수 ὑποπτήσσετε

ὑποπτησσόντων, ὑποπτησσέτωσαν

부정사 ὑποπτήσσειν

분사 남성여성중성
ὑποπτησσων

ὑποπτησσοντος

ὑποπτησσουσα

ὑποπτησσουσης

ὑποπτησσον

ὑποπτησσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποπτήσσομαι

ὑποπτήσσει, ὑποπτήσσῃ

ὑποπτήσσεται

쌍수 ὑποπτήσσεσθον

ὑποπτήσσεσθον

복수 ὑποπτησσόμεθα

ὑποπτήσσεσθε

ὑποπτήσσονται

접속법단수 ὑποπτήσσωμαι

ὑποπτήσσῃ

ὑποπτήσσηται

쌍수 ὑποπτήσσησθον

ὑποπτήσσησθον

복수 ὑποπτησσώμεθα

ὑποπτήσσησθε

ὑποπτήσσωνται

기원법단수 ὑποπτησσοίμην

ὑποπτήσσοιο

ὑποπτήσσοιτο

쌍수 ὑποπτήσσοισθον

ὑποπτησσοίσθην

복수 ὑποπτησσοίμεθα

ὑποπτήσσοισθε

ὑποπτήσσοιντο

명령법단수 ὑποπτήσσου

ὑποπτησσέσθω

쌍수 ὑποπτήσσεσθον

ὑποπτησσέσθων

복수 ὑποπτήσσεσθε

ὑποπτησσέσθων, ὑποπτησσέσθωσαν

부정사 ὑποπτήσσεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποπτησσομενος

ὑποπτησσομενου

ὑποπτησσομενη

ὑποπτησσομενης

ὑποπτησσομενον

ὑποπτησσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκοῦν, ὦ Σόλων, ἤν ποτε ὑμῖν ἐπίωσιν οἱ πολέμιοι, χρισάμενοι τῷ ἐλαίῳ καὶ κονισάμενοι πρόιτε καὶ αὐτοὶ πὺξ τὰσ χεῖρασ ἐπ’ αὐτοὺσ προβεβλημένοι, κἀκεῖνοι δηλαδὴ ὑποπτήσσουσιν ὑμᾶσ καὶ φεύγουσιν δεδιότεσ μὴ σφίσι κεχηνόσι πάσσητε τὴν ψάμμον εἰσ τὸ στόμα ἢ περιπηδήσαντεσ, ὡσ κατὰ νώτου γένησθε, περιπλέξητε αὐτοῖσ τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα καὶ διάγχητε ὑπὸ τὸ κράνοσ ὑποβαλόντεσ τὸν πῆχυν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 31:1)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 31:1)

유의어

  1. to crouch or cower beneath

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION