Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπομειδιάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑπομειδιάω

Structure: ὑπο (Prefix) + μειδιά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to smile a little or gently

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπομειδίω ὑπομειδίᾳς ὑπομειδίᾳ
Dual ὑπομειδίᾱτον ὑπομειδίᾱτον
Plural ὑπομειδίωμεν ὑπομειδίᾱτε ὑπομειδίωσιν*
SubjunctiveSingular ὑπομειδίω ὑπομειδίῃς ὑπομειδίῃ
Dual ὑπομειδίητον ὑπομειδίητον
Plural ὑπομειδίωμεν ὑπομειδίητε ὑπομειδίωσιν*
OptativeSingular ὑπομειδίῳμι ὑπομειδίῳς ὑπομειδίῳ
Dual ὑπομειδίῳτον ὑπομειδιῷτην
Plural ὑπομειδίῳμεν ὑπομειδίῳτε ὑπομειδίῳεν
ImperativeSingular ὑπομειδῖᾱ ὑπομειδιᾶτω
Dual ὑπομειδίᾱτον ὑπομειδιᾶτων
Plural ὑπομειδίᾱτε ὑπομειδιῶντων, ὑπομειδιᾶτωσαν
Infinitive ὑπομειδίᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπομειδιων ὑπομειδιωντος ὑπομειδιωσα ὑπομειδιωσης ὑπομειδιων ὑπομειδιωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπομειδίωμαι ὑπομειδίᾳ ὑπομειδίᾱται
Dual ὑπομειδίᾱσθον ὑπομειδίᾱσθον
Plural ὑπομειδιῶμεθα ὑπομειδίᾱσθε ὑπομειδίωνται
SubjunctiveSingular ὑπομειδίωμαι ὑπομειδίῃ ὑπομειδίηται
Dual ὑπομειδίησθον ὑπομειδίησθον
Plural ὑπομειδιώμεθα ὑπομειδίησθε ὑπομειδίωνται
OptativeSingular ὑπομειδιῷμην ὑπομειδίῳο ὑπομειδίῳτο
Dual ὑπομειδίῳσθον ὑπομειδιῷσθην
Plural ὑπομειδιῷμεθα ὑπομειδίῳσθε ὑπομειδίῳντο
ImperativeSingular ὑπομειδίω ὑπομειδιᾶσθω
Dual ὑπομειδίᾱσθον ὑπομειδιᾶσθων
Plural ὑπομειδίᾱσθε ὑπομειδιᾶσθων, ὑπομειδιᾶσθωσαν
Infinitive ὑπομειδίᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπομειδιωμενος ὑπομειδιωμενου ὑπομειδιωμενη ὑπομειδιωμενης ὑπομειδιωμενον ὑπομειδιωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION