헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποκρέκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποκρέκω ὑποκρέξω

형태분석: ὑπο (접두사) + κρέκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to answer in sound, to sound in harmony with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποκρέκω

ὑποκρέκεις

ὑποκρέκει

쌍수 ὑποκρέκετον

ὑποκρέκετον

복수 ὑποκρέκομεν

ὑποκρέκετε

ὑποκρέκουσιν*

접속법단수 ὑποκρέκω

ὑποκρέκῃς

ὑποκρέκῃ

쌍수 ὑποκρέκητον

ὑποκρέκητον

복수 ὑποκρέκωμεν

ὑποκρέκητε

ὑποκρέκωσιν*

기원법단수 ὑποκρέκοιμι

ὑποκρέκοις

ὑποκρέκοι

쌍수 ὑποκρέκοιτον

ὑποκρεκοίτην

복수 ὑποκρέκοιμεν

ὑποκρέκοιτε

ὑποκρέκοιεν

명령법단수 ὑποκρέκε

ὑποκρεκέτω

쌍수 ὑποκρέκετον

ὑποκρεκέτων

복수 ὑποκρέκετε

ὑποκρεκόντων, ὑποκρεκέτωσαν

부정사 ὑποκρέκειν

분사 남성여성중성
ὑποκρεκων

ὑποκρεκοντος

ὑποκρεκουσα

ὑποκρεκουσης

ὑποκρεκον

ὑποκρεκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποκρέκομαι

ὑποκρέκει, ὑποκρέκῃ

ὑποκρέκεται

쌍수 ὑποκρέκεσθον

ὑποκρέκεσθον

복수 ὑποκρεκόμεθα

ὑποκρέκεσθε

ὑποκρέκονται

접속법단수 ὑποκρέκωμαι

ὑποκρέκῃ

ὑποκρέκηται

쌍수 ὑποκρέκησθον

ὑποκρέκησθον

복수 ὑποκρεκώμεθα

ὑποκρέκησθε

ὑποκρέκωνται

기원법단수 ὑποκρεκοίμην

ὑποκρέκοιο

ὑποκρέκοιτο

쌍수 ὑποκρέκοισθον

ὑποκρεκοίσθην

복수 ὑποκρεκοίμεθα

ὑποκρέκοισθε

ὑποκρέκοιντο

명령법단수 ὑποκρέκου

ὑποκρεκέσθω

쌍수 ὑποκρέκεσθον

ὑποκρεκέσθων

복수 ὑποκρέκεσθε

ὑποκρεκέσθων, ὑποκρεκέσθωσαν

부정사 ὑποκρέκεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποκρεκομενος

ὑποκρεκομενου

ὑποκρεκομενη

ὑποκρεκομενης

ὑποκρεκομενον

ὑποκρεκομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤδη δὲ προχωροῦντοσ τοῦ πότου ἐγὼ μὲν ὑπέκρεκόν τι τῶν Λυδίων. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:4)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:4)

유의어

  1. to answer in sound

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION