Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπερμήκης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὑπερμήκης ὑπερμήκες

Structure: ὑπερμηκη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: mh=kos

Sense

  1. exceeding long, very long, reaches very far
  2. exceeding high
  3. exceeding loud

Examples

  • καὶ ἐξήνεγκαν ἔκστασιν τῆσ γῆσ, ἣν κατεσκέψαντο αὐτὴν πρὸσ τοὺσ υἱοὺσ Ἰσραήλ, λέγοντεσ. τὴν γῆν, ἣν παρήλθομεν αὐτὴν κατασκέψασθαι, γῆ κατέσθουσα τοὺσ κατοικοῦντασ ἐπ’ αὐτῆσ ἐστι. καὶ πᾶσ ὁ λαόσ, ὃν ἑωράκαμεν ἐν αὐτῇ, ἄνδρεσ ὑπερμήκεισ. (Septuagint, Liber Numeri 13:33)
  • ἣ Διὸσ θάλπει κέαρ ἔρωτι, καὶ νῦν τοὺσ ὑπερμήκεισ δρόμουσ Ἥρᾳ στυγητὸσ πρὸσ βίαν γυμνάζεται. (Aeschylus, Prometheus Bound, choral, strophe 1 1:2)
  • λόγχαι καὶ μάχαιραι κοπίδεσ ὑπερμήκεισ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 14, chapter 9 4:1)
  • τοῖσ εἰσ τὰσ ἱστορίασ ὑπερμήκεισ δημηγορίασ παρεμβάλλουσιν ἢ πυκναῖσ χρωμένοισ ῥητορείαισ δικαίωσ ἄν τισ ἐπιτιμήσειεν· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 1 1:1)
  • καὶ γὰρ δύναμισ ὑπὲρ ἄνθρωπον ἡ βασιλέοσ ἐστὶ καὶ χεὶρ ὑπερμήκησ. (Herodotus, The Histories, book 8, chapter 140B 3:3)

Synonyms

  1. exceeding high

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION