헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπανοίγω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπανοίγω ὑπανοίξω ὑπανέῳγα

형태분석: ὑπ (접두사) + ἀν (접두사) + οί̓γ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to open from below: to open underhand or secretly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπανοίγω

ὑπανοίγεις

ὑπανοίγει

쌍수 ὑπανοίγετον

ὑπανοίγετον

복수 ὑπανοίγομεν

ὑπανοίγετε

ὑπανοίγουσιν*

접속법단수 ὑπανοίγω

ὑπανοίγῃς

ὑπανοίγῃ

쌍수 ὑπανοίγητον

ὑπανοίγητον

복수 ὑπανοίγωμεν

ὑπανοίγητε

ὑπανοίγωσιν*

기원법단수 ὑπανοίγοιμι

ὑπανοίγοις

ὑπανοίγοι

쌍수 ὑπανοίγοιτον

ὑπανοιγοίτην

복수 ὑπανοίγοιμεν

ὑπανοίγοιτε

ὑπανοίγοιεν

명령법단수 ὑπανοίγε

ὑπανοιγέτω

쌍수 ὑπανοίγετον

ὑπανοιγέτων

복수 ὑπανοίγετε

ὑπανοιγόντων, ὑπανοιγέτωσαν

부정사 ὑπανοίγειν

분사 남성여성중성
ὑπανοιγων

ὑπανοιγοντος

ὑπανοιγουσα

ὑπανοιγουσης

ὑπανοιγον

ὑπανοιγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπανοίγομαι

ὑπανοίγει, ὑπανοίγῃ

ὑπανοίγεται

쌍수 ὑπανοίγεσθον

ὑπανοίγεσθον

복수 ὑπανοιγόμεθα

ὑπανοίγεσθε

ὑπανοίγονται

접속법단수 ὑπανοίγωμαι

ὑπανοίγῃ

ὑπανοίγηται

쌍수 ὑπανοίγησθον

ὑπανοίγησθον

복수 ὑπανοιγώμεθα

ὑπανοίγησθε

ὑπανοίγωνται

기원법단수 ὑπανοιγοίμην

ὑπανοίγοιο

ὑπανοίγοιτο

쌍수 ὑπανοίγοισθον

ὑπανοιγοίσθην

복수 ὑπανοιγοίμεθα

ὑπανοίγοισθε

ὑπανοίγοιντο

명령법단수 ὑπανοίγου

ὑπανοιγέσθω

쌍수 ὑπανοίγεσθον

ὑπανοιγέσθων

복수 ὑπανοίγεσθε

ὑπανοιγέσθων, ὑπανοιγέσθωσαν

부정사 ὑπανοίγεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπανοιγομενος

ὑπανοιγομενου

ὑπανοιγομενη

ὑπανοιγομενης

ὑπανοιγομενον

ὑπανοιγομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to open from below

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION