Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπαναλίσκω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑπαναλίσκω ὑπανάλωσα

Structure: ὑπ (Prefix) + ἀναλίσκ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to waste away, spend or consume gradually

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπαναλίσκω ὑπαναλίσκεις ὑπαναλίσκει
Dual ὑπαναλίσκετον ὑπαναλίσκετον
Plural ὑπαναλίσκομεν ὑπαναλίσκετε ὑπαναλίσκουσιν*
SubjunctiveSingular ὑπαναλίσκω ὑπαναλίσκῃς ὑπαναλίσκῃ
Dual ὑπαναλίσκητον ὑπαναλίσκητον
Plural ὑπαναλίσκωμεν ὑπαναλίσκητε ὑπαναλίσκωσιν*
OptativeSingular ὑπαναλίσκοιμι ὑπαναλίσκοις ὑπαναλίσκοι
Dual ὑπαναλίσκοιτον ὑπαναλισκοίτην
Plural ὑπαναλίσκοιμεν ὑπαναλίσκοιτε ὑπαναλίσκοιεν
ImperativeSingular ὑπανάλισκε ὑπαναλισκέτω
Dual ὑπαναλίσκετον ὑπαναλισκέτων
Plural ὑπαναλίσκετε ὑπαναλισκόντων, ὑπαναλισκέτωσαν
Infinitive ὑπαναλίσκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπαναλισκων ὑπαναλισκοντος ὑπαναλισκουσα ὑπαναλισκουσης ὑπαναλισκον ὑπαναλισκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπαναλίσκομαι ὑπαναλίσκει, ὑπαναλίσκῃ ὑπαναλίσκεται
Dual ὑπαναλίσκεσθον ὑπαναλίσκεσθον
Plural ὑπαναλισκόμεθα ὑπαναλίσκεσθε ὑπαναλίσκονται
SubjunctiveSingular ὑπαναλίσκωμαι ὑπαναλίσκῃ ὑπαναλίσκηται
Dual ὑπαναλίσκησθον ὑπαναλίσκησθον
Plural ὑπαναλισκώμεθα ὑπαναλίσκησθε ὑπαναλίσκωνται
OptativeSingular ὑπαναλισκοίμην ὑπαναλίσκοιο ὑπαναλίσκοιτο
Dual ὑπαναλίσκοισθον ὑπαναλισκοίσθην
Plural ὑπαναλισκοίμεθα ὑπαναλίσκοισθε ὑπαναλίσκοιντο
ImperativeSingular ὑπαναλίσκου ὑπαναλισκέσθω
Dual ὑπαναλίσκεσθον ὑπαναλισκέσθων
Plural ὑπαναλίσκεσθε ὑπαναλισκέσθων, ὑπαναλισκέσθωσαν
Infinitive ὑπαναλίσκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπαναλισκομενος ὑπαναλισκομενου ὑπαναλισκομενη ὑπαναλισκομενης ὑπαναλισκομενον ὑπαναλισκομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to waste away

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION