헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑγιαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑγιαίνω

형태분석: ὑγιαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: u(gih/s

  1. 울리다, 소리내다, 메아리치다
  1. to be sound, healthy or in health
  2. to be sound of mind
  3. soundness

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑγιαίνω

(나는) 울린다

ὑγιαίνεις

(너는) 울린다

ὑγιαίνει

(그는) 울린다

쌍수 ὑγιαίνετον

(너희 둘은) 울린다

ὑγιαίνετον

(그 둘은) 울린다

복수 ὑγιαίνομεν

(우리는) 울린다

ὑγιαίνετε

(너희는) 울린다

ὑγιαίνουσιν*

(그들은) 울린다

접속법단수 ὑγιαίνω

(나는) 울리자

ὑγιαίνῃς

(너는) 울리자

ὑγιαίνῃ

(그는) 울리자

쌍수 ὑγιαίνητον

(너희 둘은) 울리자

ὑγιαίνητον

(그 둘은) 울리자

복수 ὑγιαίνωμεν

(우리는) 울리자

ὑγιαίνητε

(너희는) 울리자

ὑγιαίνωσιν*

(그들은) 울리자

기원법단수 ὑγιαίνοιμι

(나는) 울리기를 (바라다)

ὑγιαίνοις

(너는) 울리기를 (바라다)

ὑγιαίνοι

(그는) 울리기를 (바라다)

쌍수 ὑγιαίνοιτον

(너희 둘은) 울리기를 (바라다)

ὑγιαινοίτην

(그 둘은) 울리기를 (바라다)

복수 ὑγιαίνοιμεν

(우리는) 울리기를 (바라다)

ὑγιαίνοιτε

(너희는) 울리기를 (바라다)

ὑγιαίνοιεν

(그들은) 울리기를 (바라다)

명령법단수 ὑγίαινε

(너는) 울려라

ὑγιαινέτω

(그는) 울려라

쌍수 ὑγιαίνετον

(너희 둘은) 울려라

ὑγιαινέτων

(그 둘은) 울려라

복수 ὑγιαίνετε

(너희는) 울려라

ὑγιαινόντων, ὑγιαινέτωσαν

(그들은) 울려라

부정사 ὑγιαίνειν

울리는 것

분사 남성여성중성
ὑγιαινων

ὑγιαινοντος

ὑγιαινουσα

ὑγιαινουσης

ὑγιαινον

ὑγιαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑγιαίνομαι

(나는) 운다

ὑγιαίνει, ὑγιαίνῃ

(너는) 운다

ὑγιαίνεται

(그는) 운다

쌍수 ὑγιαίνεσθον

(너희 둘은) 운다

ὑγιαίνεσθον

(그 둘은) 운다

복수 ὑγιαινόμεθα

(우리는) 운다

ὑγιαίνεσθε

(너희는) 운다

ὑγιαίνονται

(그들은) 운다

접속법단수 ὑγιαίνωμαι

(나는) 울자

ὑγιαίνῃ

(너는) 울자

ὑγιαίνηται

(그는) 울자

쌍수 ὑγιαίνησθον

(너희 둘은) 울자

ὑγιαίνησθον

(그 둘은) 울자

복수 ὑγιαινώμεθα

(우리는) 울자

ὑγιαίνησθε

(너희는) 울자

ὑγιαίνωνται

(그들은) 울자

기원법단수 ὑγιαινοίμην

(나는) 울기를 (바라다)

ὑγιαίνοιο

(너는) 울기를 (바라다)

ὑγιαίνοιτο

(그는) 울기를 (바라다)

쌍수 ὑγιαίνοισθον

(너희 둘은) 울기를 (바라다)

ὑγιαινοίσθην

(그 둘은) 울기를 (바라다)

복수 ὑγιαινοίμεθα

(우리는) 울기를 (바라다)

ὑγιαίνοισθε

(너희는) 울기를 (바라다)

ὑγιαίνοιντο

(그들은) 울기를 (바라다)

명령법단수 ὑγιαίνου

(너는) 울어라

ὑγιαινέσθω

(그는) 울어라

쌍수 ὑγιαίνεσθον

(너희 둘은) 울어라

ὑγιαινέσθων

(그 둘은) 울어라

복수 ὑγιαίνεσθε

(너희는) 울어라

ὑγιαινέσθων, ὑγιαινέσθωσαν

(그들은) 울어라

부정사 ὑγιαίνεσθαι

우는 것

분사 남성여성중성
ὑγιαινομενος

ὑγιαινομενου

ὑγιαινομενη

ὑγιαινομενης

ὑγιαινομενον

ὑγιαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῡ̔γίαινον

(나는) 울리고 있었다

ῡ̔γίαινες

(너는) 울리고 있었다

ῡ̔γίαινεν*

(그는) 울리고 있었다

쌍수 ῡ̔γιαίνετον

(너희 둘은) 울리고 있었다

ῡ̔γιαινέτην

(그 둘은) 울리고 있었다

복수 ῡ̔γιαίνομεν

(우리는) 울리고 있었다

ῡ̔γιαίνετε

(너희는) 울리고 있었다

ῡ̔γίαινον

(그들은) 울리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῡ̔γιαινόμην

(나는) 울고 있었다

ῡ̔γιαίνου

(너는) 울고 있었다

ῡ̔γιαίνετο

(그는) 울고 있었다

쌍수 ῡ̔γιαίνεσθον

(너희 둘은) 울고 있었다

ῡ̔γιαινέσθην

(그 둘은) 울고 있었다

복수 ῡ̔γιαινόμεθα

(우리는) 울고 있었다

ῡ̔γιαίνεσθε

(너희는) 울고 있었다

ῡ̔γιαίνοντο

(그들은) 울고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὦ Βροῦτε, σεαυτοῦ φρονεῖσ ἄξιον, ὑγιαίνω. (Plutarch, Brutus, chapter 11 1:3)

    (플루타르코스, Brutus, chapter 11 1:3)

  • ὄμνυμί σοι τὸν Μίθρην, ὅτανπερ ὑγιαίνω, μηπώποτε δειπνῆσαι πρὶν ἱδρῶσαι ἢ τῶν πολεμικῶν τι ἢ τῶν γεωργικῶν ἔργων μελετῶν ἢ ἀεὶ ἕν γέ τι φιλοτιμούμενοσ. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 4 25:3)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 4 25:3)

  • καὶ ἴδετε, πῶσ ὑγιαίνω· (Epictetus, Works, book 4, 31:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 31:1)

  • τοῖσι, ἢν ἐγὼ ὑγιαίνω, οὐ τὰ Ιὤνων πάθεα ἔσται ἔλλεσχα ἀλλὰ τὰ οἰκήια. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 153 2:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 153 2:3)

  • εἰ ἔρρωσαι, εὖ ἂν ἔχοι, ὑγιαίνω δὲ καὶ αὐτόσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 171:3)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 12 171:3)

유의어

  1. 울리다

  2. to be sound of mind

  3. soundness

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION