Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑδροφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὑδροφόρος ὑδροφόρον

Structure: ὑδροφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. carrying water
  2. a water-carrier

Examples

  • ζήσονται καὶ ἔσονται ξυλοκόποι καὶ ὑδροφόροι πάσῃ τῇ συναγωγῇ, καθάπερ εἶπαν αὐτοῖσ οἱ ἄρχοντεσ. (Septuagint, Liber Iosue 9:26)
  • καὶ κατέστησεν αὐτοὺσ Ἰησοῦσ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ξυλοκόπουσ καὶ ὑδροφόρουσ πάσῃ τῇ συναγωγῇ καὶ τῷ θυσιαστηρίῳ τοῦ Θεοῦ. διὰ τοῦτο ἐγένοντο οἱ κατοικοῦντεσ Γαβαὼν ξυλοκόποι καὶ ὑδροφόροι τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Θεοῦ ἕωσ τῆσ σήμερον ἡμέρασ, καὶ εἰσ τὸν τόπον, ὃν ἂν ἐκλέξηται Κύριοσ. (Septuagint, Liber Iosue 9:32)

Synonyms

  1. carrying water

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION