Ancient Greek-English Dictionary Language

τυπόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τυπόω

Structure: τυπό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to form, mould, model

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τύπω τύποις τύποι
Dual τύπουτον τύπουτον
Plural τύπουμεν τύπουτε τύπουσιν*
SubjunctiveSingular τύπω τύποις τύποι
Dual τύπωτον τύπωτον
Plural τύπωμεν τύπωτε τύπωσιν*
OptativeSingular τύποιμι τύποις τύποι
Dual τύποιτον τυποίτην
Plural τύποιμεν τύποιτε τύποιεν
ImperativeSingular τῦπου τυποῦτω
Dual τύπουτον τυποῦτων
Plural τύπουτε τυποῦντων, τυποῦτωσαν
Infinitive τύπουν
Participle MasculineFeminineNeuter
τυπων τυπουντος τυπουσα τυπουσης τυπουν τυπουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τύπουμαι τύποι τύπουται
Dual τύπουσθον τύπουσθον
Plural τυποῦμεθα τύπουσθε τύπουνται
SubjunctiveSingular τύπωμαι τύποι τύπωται
Dual τύπωσθον τύπωσθον
Plural τυπώμεθα τύπωσθε τύπωνται
OptativeSingular τυποίμην τύποιο τύποιτο
Dual τύποισθον τυποίσθην
Plural τυποίμεθα τύποισθε τύποιντο
ImperativeSingular τύπου τυποῦσθω
Dual τύπουσθον τυποῦσθων
Plural τύπουσθε τυποῦσθων, τυποῦσθωσαν
Infinitive τύπουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τυπουμενος τυπουμενου τυπουμενη τυπουμενης τυπουμενον τυπουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to form

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION