헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τυμπανίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τυμπανίζω

형태분석: τυμπανίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: tu/mpanon

  1. to beat a drum, to march out to the sound of drums
  2. to be beaten to death, bastinadoed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τυμπανίζω

τυμπανίζεις

τυμπανίζει

쌍수 τυμπανίζετον

τυμπανίζετον

복수 τυμπανίζομεν

τυμπανίζετε

τυμπανίζουσιν*

접속법단수 τυμπανίζω

τυμπανίζῃς

τυμπανίζῃ

쌍수 τυμπανίζητον

τυμπανίζητον

복수 τυμπανίζωμεν

τυμπανίζητε

τυμπανίζωσιν*

기원법단수 τυμπανίζοιμι

τυμπανίζοις

τυμπανίζοι

쌍수 τυμπανίζοιτον

τυμπανιζοίτην

복수 τυμπανίζοιμεν

τυμπανίζοιτε

τυμπανίζοιεν

명령법단수 τυμπάνιζε

τυμπανιζέτω

쌍수 τυμπανίζετον

τυμπανιζέτων

복수 τυμπανίζετε

τυμπανιζόντων, τυμπανιζέτωσαν

부정사 τυμπανίζειν

분사 남성여성중성
τυμπανιζων

τυμπανιζοντος

τυμπανιζουσα

τυμπανιζουσης

τυμπανιζον

τυμπανιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τυμπανίζομαι

τυμπανίζει, τυμπανίζῃ

τυμπανίζεται

쌍수 τυμπανίζεσθον

τυμπανίζεσθον

복수 τυμπανιζόμεθα

τυμπανίζεσθε

τυμπανίζονται

접속법단수 τυμπανίζωμαι

τυμπανίζῃ

τυμπανίζηται

쌍수 τυμπανίζησθον

τυμπανίζησθον

복수 τυμπανιζώμεθα

τυμπανίζησθε

τυμπανίζωνται

기원법단수 τυμπανιζοίμην

τυμπανίζοιο

τυμπανίζοιτο

쌍수 τυμπανίζοισθον

τυμπανιζοίσθην

복수 τυμπανιζοίμεθα

τυμπανίζοισθε

τυμπανίζοιντο

명령법단수 τυμπανίζου

τυμπανιζέσθω

쌍수 τυμπανίζεσθον

τυμπανιζέσθων

복수 τυμπανίζεσθε

τυμπανιζέσθων, τυμπανιζέσθωσαν

부정사 τυμπανίζεσθαι

분사 남성여성중성
τυμπανιζομενος

τυμπανιζομενου

τυμπανιζομενη

τυμπανιζομενης

τυμπανιζομενον

τυμπανιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be beaten to death

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION