- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρωτός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: trōtos 고전 발음: [로:또] 신약 발음: [로또]

기본형: τρωτός τρωτή τρωτόν

형태분석: τρωτ (어간) + ος (어미)

어원: τιτρώσκω의 분사형

  1. 상처를 입은, 부상한
  1. to be wounded, vulnerable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 τρωτός

상처를 입은 (이)가

τρωτή

상처를 입은 (이)가

τρωτόν

상처를 입은 (것)가

속격 τρωτοῦ

상처를 입은 (이)의

τρωτῆς

상처를 입은 (이)의

τρωτοῦ

상처를 입은 (것)의

여격 τρωτῷ

상처를 입은 (이)에게

τρωτῇ

상처를 입은 (이)에게

τρωτῷ

상처를 입은 (것)에게

대격 τρωτόν

상처를 입은 (이)를

τρωτήν

상처를 입은 (이)를

τρωτόν

상처를 입은 (것)를

호격 τρωτέ

상처를 입은 (이)야

τρωτή

상처를 입은 (이)야

τρωτόν

상처를 입은 (것)야

쌍수주/대/호 τρωτώ

상처를 입은 (이)들이

τρωτά

상처를 입은 (이)들이

τρωτώ

상처를 입은 (것)들이

속/여 τρωτοῖν

상처를 입은 (이)들의

τρωταῖν

상처를 입은 (이)들의

τρωτοῖν

상처를 입은 (것)들의

복수주격 τρωτοί

상처를 입은 (이)들이

τρωταί

상처를 입은 (이)들이

τρωτά

상처를 입은 (것)들이

속격 τρωτῶν

상처를 입은 (이)들의

τρωτῶν

상처를 입은 (이)들의

τρωτῶν

상처를 입은 (것)들의

여격 τρωτοῖς

상처를 입은 (이)들에게

τρωταῖς

상처를 입은 (이)들에게

τρωτοῖς

상처를 입은 (것)들에게

대격 τρωτούς

상처를 입은 (이)들을

τρωτάς

상처를 입은 (이)들을

τρωτά

상처를 입은 (것)들을

호격 τρωτοί

상처를 입은 (이)들아

τρωταί

상처를 입은 (이)들아

τρωτά

상처를 입은 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 τρωτός

τρωτοῦ

상처를 입은 (이)의

τρωτότερος

τρωτοτεροῦ

더 상처를 입은 (이)의

τρωτότατος

τρωτοτατοῦ

가장 상처를 입은 (이)의

부사 τρωτώς

τρωτότερον

τρωτότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅλως γὰρ τὰ τοιαῦτα ἐπινοοῦσι καὶ λέγουσιν, ἃ μάλιστα ἴσασιν ἐς ὀργὴν δυνάμενα προκαλέσασθαι τὸν ἀκροώμενον, καὶ ἔνθα τρωτός ἐστιν ἕκαστος ἐπιστάμενοι, ἐπ ἐκεῖνο τοξεύουσι καὶ ἀκοντίζουσιν ἐς αὐτό, ὥστε τῇ παραυτίκα ὀργῇ τεταραγμένον μηκέτι σχολὴν ἄγειν τῇ ἐξετάσει τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ κἂν θέλῃ τις ἀπολογεῖσθαι, μὴ προσίεσθαι, τῷ παραδόξῳ τῆς ἀκροάσεως ὡς ἀληθεῖ προκατειλημμένον. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 15:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 15:1)

  • οὕτω σιδήρῳ τρωτὸν οὐκ ἔχει δέμας· (Euripides, Helen, episode, dialogue 3:21)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 3:21)

  • οὗτος γὰρ αὑτός ἐστιν ἄγλωττος λάλος, ἓν ὄνομα πολλοῖς, τρωτὸς ἄτρωτος, δασὺς λεῖος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 71 2:10)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 71 2:10)

  • οἱ δὲ ἄνδρες καὶ τρωτοὶ καὶ θνητοὶ μᾶλλον ἡμῶν, ἢν οἱ θεοὶ ὥσπερ τὸ πρόσθεν νίκην ἡμῖν διδῶσιν. (Xenophon, Anabasis, , chapter 1 26:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 1 26:3)

  • καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς χρὼς ὀξέϊ χαλκῷ, ἐν δὲ ἰά ψυχή, θνητὸν δέ ἕ φας ἄνθρωποι ἔμμεναι: (Homer, Iliad, Book 21 51:15)

    (호메로스, 일리아스, Book 21 51:15)

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION