Ancient Greek-English Dictionary Language

τροχάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τροχάζω τροχάσω

Structure: τροχάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: troxo/s

Sense

  1. to run like a wheel, to run along, run quickly

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τροχάζω τροχάζεις τροχάζει
Dual τροχάζετον τροχάζετον
Plural τροχάζομεν τροχάζετε τροχάζουσιν*
SubjunctiveSingular τροχάζω τροχάζῃς τροχάζῃ
Dual τροχάζητον τροχάζητον
Plural τροχάζωμεν τροχάζητε τροχάζωσιν*
OptativeSingular τροχάζοιμι τροχάζοις τροχάζοι
Dual τροχάζοιτον τροχαζοίτην
Plural τροχάζοιμεν τροχάζοιτε τροχάζοιεν
ImperativeSingular τρόχαζε τροχαζέτω
Dual τροχάζετον τροχαζέτων
Plural τροχάζετε τροχαζόντων, τροχαζέτωσαν
Infinitive τροχάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τροχαζων τροχαζοντος τροχαζουσα τροχαζουσης τροχαζον τροχαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τροχάζομαι τροχάζει, τροχάζῃ τροχάζεται
Dual τροχάζεσθον τροχάζεσθον
Plural τροχαζόμεθα τροχάζεσθε τροχάζονται
SubjunctiveSingular τροχάζωμαι τροχάζῃ τροχάζηται
Dual τροχάζησθον τροχάζησθον
Plural τροχαζώμεθα τροχάζησθε τροχάζωνται
OptativeSingular τροχαζοίμην τροχάζοιο τροχάζοιτο
Dual τροχάζοισθον τροχαζοίσθην
Plural τροχαζοίμεθα τροχάζοισθε τροχάζοιντο
ImperativeSingular τροχάζου τροχαζέσθω
Dual τροχάζεσθον τροχαζέσθων
Plural τροχάζεσθε τροχαζέσθων, τροχαζέσθωσαν
Infinitive τροχάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τροχαζομενος τροχαζομενου τροχαζομενη τροχαζομενης τροχαζομενον τροχαζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλὰ τρόχαζε· (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 183 1:2)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION