Ancient Greek-English Dictionary Language

τραγηματίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τραγηματίζω

Structure: τραγηματίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from tra/ghma

Sense

  1. to eat sweetmeats

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τραγηματίζω τραγηματίζεις τραγηματίζει
Dual τραγηματίζετον τραγηματίζετον
Plural τραγηματίζομεν τραγηματίζετε τραγηματίζουσιν*
SubjunctiveSingular τραγηματίζω τραγηματίζῃς τραγηματίζῃ
Dual τραγηματίζητον τραγηματίζητον
Plural τραγηματίζωμεν τραγηματίζητε τραγηματίζωσιν*
OptativeSingular τραγηματίζοιμι τραγηματίζοις τραγηματίζοι
Dual τραγηματίζοιτον τραγηματιζοίτην
Plural τραγηματίζοιμεν τραγηματίζοιτε τραγηματίζοιεν
ImperativeSingular τραγημάτιζε τραγηματιζέτω
Dual τραγηματίζετον τραγηματιζέτων
Plural τραγηματίζετε τραγηματιζόντων, τραγηματιζέτωσαν
Infinitive τραγηματίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τραγηματιζων τραγηματιζοντος τραγηματιζουσα τραγηματιζουσης τραγηματιζον τραγηματιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τραγηματίζομαι τραγηματίζει, τραγηματίζῃ τραγηματίζεται
Dual τραγηματίζεσθον τραγηματίζεσθον
Plural τραγηματιζόμεθα τραγηματίζεσθε τραγηματίζονται
SubjunctiveSingular τραγηματίζωμαι τραγηματίζῃ τραγηματίζηται
Dual τραγηματίζησθον τραγηματίζησθον
Plural τραγηματιζώμεθα τραγηματίζησθε τραγηματίζωνται
OptativeSingular τραγηματιζοίμην τραγηματίζοιο τραγηματίζοιτο
Dual τραγηματίζοισθον τραγηματιζοίσθην
Plural τραγηματιζοίμεθα τραγηματίζοισθε τραγηματίζοιντο
ImperativeSingular τραγηματίζου τραγηματιζέσθω
Dual τραγηματίζεσθον τραγηματιζέσθων
Plural τραγηματίζεσθε τραγηματιζέσθων, τραγηματιζέσθωσαν
Infinitive τραγηματίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τραγηματιζομενος τραγηματιζομενου τραγηματιζομενη τραγηματιζομενης τραγηματιζομενον τραγηματιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION