헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τοξοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τοξοποιέω

형태분석: τοξοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from to/con

  1. to make like a bow, to arch

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τοξοποίω

τοξοποίεις

τοξοποίει

쌍수 τοξοποίειτον

τοξοποίειτον

복수 τοξοποίουμεν

τοξοποίειτε

τοξοποίουσιν*

접속법단수 τοξοποίω

τοξοποίῃς

τοξοποίῃ

쌍수 τοξοποίητον

τοξοποίητον

복수 τοξοποίωμεν

τοξοποίητε

τοξοποίωσιν*

기원법단수 τοξοποίοιμι

τοξοποίοις

τοξοποίοι

쌍수 τοξοποίοιτον

τοξοποιοίτην

복수 τοξοποίοιμεν

τοξοποίοιτε

τοξοποίοιεν

명령법단수 τοξοποῖει

τοξοποιεῖτω

쌍수 τοξοποίειτον

τοξοποιεῖτων

복수 τοξοποίειτε

τοξοποιοῦντων, τοξοποιεῖτωσαν

부정사 τοξοποίειν

분사 남성여성중성
τοξοποιων

τοξοποιουντος

τοξοποιουσα

τοξοποιουσης

τοξοποιουν

τοξοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τοξοποίουμαι

τοξοποίει, τοξοποίῃ

τοξοποίειται

쌍수 τοξοποίεισθον

τοξοποίεισθον

복수 τοξοποιοῦμεθα

τοξοποίεισθε

τοξοποίουνται

접속법단수 τοξοποίωμαι

τοξοποίῃ

τοξοποίηται

쌍수 τοξοποίησθον

τοξοποίησθον

복수 τοξοποιώμεθα

τοξοποίησθε

τοξοποίωνται

기원법단수 τοξοποιοίμην

τοξοποίοιο

τοξοποίοιτο

쌍수 τοξοποίοισθον

τοξοποιοίσθην

복수 τοξοποιοίμεθα

τοξοποίοισθε

τοξοποίοιντο

명령법단수 τοξοποίου

τοξοποιεῖσθω

쌍수 τοξοποίεισθον

τοξοποιεῖσθων

복수 τοξοποίεισθε

τοξοποιεῖσθων, τοξοποιεῖσθωσαν

부정사 τοξοποίεισθαι

분사 남성여성중성
τοξοποιουμενος

τοξοποιουμενου

τοξοποιουμενη

τοξοποιουμενης

τοξοποιουμενον

τοξοποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ πρέπει σοι τοξοποιεῖν τὰσ ὀφρῦσ. (Aristophanes, Lysistrata, Prologue 1:8)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Prologue 1:8)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION