Ancient Greek-English Dictionary Language

τμητός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τμητός τμητή τμητόν

Structure: τμητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: te/mnw

Sense

  1. cut, shaped by cutting
  2. that can be cut or severed

Examples

  • τῶν χερσαίων δ’ ὑμῖν ἥξει παρ’ ἐμοῦ ταυτί βοῦσ ἀγελαῖοσ, τράγοσ ὑλιβάτησ, αἲξ οὐρανία, κριὸσ τομίασ, κάπροσ ἐκτομίασ, ὗσ οὐ τομίασ δέλφαξ, δασύπουσ, ἔριφοι, τυρὸσ χλωρόσ, τυρὸσ ξηρόσ, τυρὸσ κοπτόσ, τυρὸσ ξυστόσ, τυρὸσ τμητόσ, τυρὸσ πηκτόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)
  • Ἀντιφάνησ δ’ ἐν Κύκλωπι ὑπερακοντίζων τὸν τένθην Ἀρχέστρατόν φησιν ἔστω δ’ ἡμῖν κεστρεὺσ τμητόσ, νάρκη πνικτή, πέρκη σχιστή, τευθὶσ σακτή, συνόδων ὀπτόσ, γλαύκου προτομή, γόγγρου κεφαλή, βατράχου γαστήρ, θύννου λαγόνεσ, βατίδοσ νῶτον, κέστρασ ὀσφύσ, ψητταρικίσκοσ, μαινίσ, καρίσ, τρίγλη, φυκίσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 46 1:4)

Synonyms

  1. cut

  2. that can be cut or severed

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION