헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τερετίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τερετίζω

형태분석: τερετίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Formed from the sound.

  1. to whistle

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τερετίζω

τερετίζεις

τερετίζει

쌍수 τερετίζετον

τερετίζετον

복수 τερετίζομεν

τερετίζετε

τερετίζουσιν*

접속법단수 τερετίζω

τερετίζῃς

τερετίζῃ

쌍수 τερετίζητον

τερετίζητον

복수 τερετίζωμεν

τερετίζητε

τερετίζωσιν*

기원법단수 τερετίζοιμι

τερετίζοις

τερετίζοι

쌍수 τερετίζοιτον

τερετιζοίτην

복수 τερετίζοιμεν

τερετίζοιτε

τερετίζοιεν

명령법단수 τερέτιζε

τερετιζέτω

쌍수 τερετίζετον

τερετιζέτων

복수 τερετίζετε

τερετιζόντων, τερετιζέτωσαν

부정사 τερετίζειν

분사 남성여성중성
τερετιζων

τερετιζοντος

τερετιζουσα

τερετιζουσης

τερετιζον

τερετιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τερετίζομαι

τερετίζει, τερετίζῃ

τερετίζεται

쌍수 τερετίζεσθον

τερετίζεσθον

복수 τερετιζόμεθα

τερετίζεσθε

τερετίζονται

접속법단수 τερετίζωμαι

τερετίζῃ

τερετίζηται

쌍수 τερετίζησθον

τερετίζησθον

복수 τερετιζώμεθα

τερετίζησθε

τερετίζωνται

기원법단수 τερετιζοίμην

τερετίζοιο

τερετίζοιτο

쌍수 τερετίζοισθον

τερετιζοίσθην

복수 τερετιζοίμεθα

τερετίζοισθε

τερετίζοιντο

명령법단수 τερετίζου

τερετιζέσθω

쌍수 τερετίζεσθον

τερετιζέσθων

복수 τερετίζεσθε

τερετιζέσθων, τερετιζέσθωσαν

부정사 τερετίζεσθαι

분사 남성여성중성
τερετιζομενος

τερετιζομενου

τερετιζομενη

τερετιζομενης

τερετιζομενον

τερετιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σημαίνειν οὔτε μετ’ ἀλλήλων οὐδὲν πέφυκεν, ἀλλ’ ὅπωσ ἂν συμπλέκωμεν ἢ μιγνύωμεν εἰσ ταὐτὸ συνδέσμουσ καὶ ἄρθρα καὶ προθέσεισ, ἕν τι πειρώμενοι κοινὸν ἐξ αὐτῶν ποιεῖν, τερετίζειν μᾶλλον ἢ διαλέγεσθαι δόξομεν· (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 10, section 2 5:1)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 10, section 2 5:1)

  • " σπουδαιολογουμένῳ ποτὲ ὡσ οὐδεὶσ προσῄει, ἐπέβαλε τερετίζειν· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. b'. DIOGENHS 8:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. b'. DIOGENHS 8:2)

유의어

  1. to whistle

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION