Ancient Greek-English Dictionary Language

τερατώδης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: τερατώδης τερατώδες

Structure: τερατωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. portentous

Examples

  • γοῦν τῷ λόγῳ τούτῳ πολλὰ τερατώδη καὶ ἀλλόκοτα προσδέχεσθαι τοὺσ τὰ σώματα τοῖσ σώμασιν ὅλοισ ὅλα κεραννύντασ. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 37 5:1)
  • λέγεται δὲ καὶ τῷ Διονυσίῳ πολλὰ τερατώδη παρὰ τοῦ δαιμονίου γενέσθαι σημεῖα. (Plutarch, Dion, chapter 24 3:1)
  • "τὰ δ’ ἐπέκεινα τερατώδη καὶ τραγικὰ ποιηταὶ καὶ μυθογράφοι νέμονται, καὶ οὐκέτ’ ἔχει πίστιν οὐδὲ σαφήνειαν. (Plutarch, chapter 1 1:2)
  • ὅτε θεασάμενοσ ταῦρον τερατώδη μήτραν ἔχοντα, "οἴμοι," ἔφη, "δέδοται Ἀρκεσιλάῳ ἐπιχείρημα κατὰ τῆσ ἐναργείασ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. b'. ARISTWN 2:6)
  • τὰ γὰρ παλαιὰ καὶ ψευδῆ καὶ τερατώδη μῦθοι καλοῦνται, ἡ δ’ ἱστορία βούλεται τἀληθέσ, ἄν τε παλαιὸν ἄν τε νέον, καὶ τὸ τερατῶδεσ ἢ οὐκ ἔχει ἢ σπάνιον· (Strabo, Geography, Book 11, chapter 5 5:3)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION