고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: τεκνοποιητικός τεκνοποιητική τεκνοποιητικόν
Structure: τεκνοποιητικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | τεκνοποιητικός | τεκνοποιητική | τεκνοποιητικόν |
| Genitive | τεκνοποιητικοῦ | τεκνοποιητικῆς | τεκνοποιητικοῦ | |
| Dative | τεκνοποιητικῷ | τεκνοποιητικῇ | τεκνοποιητικῷ | |
| Accusative | τεκνοποιητικόν | τεκνοποιητικήν | τεκνοποιητικόν | |
| Vocative | τεκνοποιητικέ | τεκνοποιητική | τεκνοποιητικόν | |
| Dual | N/A/V | τεκνοποιητικώ | τεκνοποιητικᾱ́ | τεκνοποιητικώ |
| G/D | τεκνοποιητικοῖν | τεκνοποιητικαῖν | τεκνοποιητικοῖν | |
| Plural | Nominative | τεκνοποιητικοί | τεκνοποιητικαί | τεκνοποιητικά |
| Genitive | τεκνοποιητικῶν | τεκνοποιητικῶν | τεκνοποιητικῶν | |
| Dative | τεκνοποιητικοῖς | τεκνοποιητικαῖς | τεκνοποιητικοῖς | |
| Accusative | τεκνοποιητικούς | τεκνοποιητικᾱ́ς | τεκνοποιητικά | |
| Vocative | τεκνοποιητικοί | τεκνοποιητικαί | τεκνοποιητικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | τεκνοποιητικός τεκνοποιητικοῦ | τεκνοποιητικότερος τεκνοποιητικοτεροῦ | τεκνοποιητικότατος τεκνοποιητικοτατοῦ |
| Adverb | τεκνοποιητικώς | τεκνοποιητικότερον | τεκνοποιητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기