고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: τεκνοποιητικός τεκνοποιητική τεκνοποιητικόν
형태분석: τεκνοποιητικ (어간) + ος (어미)
남성 | 여성 | 중성 | ||
---|---|---|---|---|
단수 | 주격 | τεκνοποιητικός (이)가 | τεκνοποιητική (이)가 | τεκνοποιητικόν (것)가 |
속격 | τεκνοποιητικοῦ (이)의 | τεκνοποιητικῆς (이)의 | τεκνοποιητικοῦ (것)의 | |
여격 | τεκνοποιητικῷ (이)에게 | τεκνοποιητικῇ (이)에게 | τεκνοποιητικῷ (것)에게 | |
대격 | τεκνοποιητικόν (이)를 | τεκνοποιητικήν (이)를 | τεκνοποιητικόν (것)를 | |
호격 | τεκνοποιητικέ (이)야 | τεκνοποιητική (이)야 | τεκνοποιητικόν (것)야 | |
쌍수 | 주/대/호 | τεκνοποιητικώ (이)들이 | τεκνοποιητικᾱ́ (이)들이 | τεκνοποιητικώ (것)들이 |
속/여 | τεκνοποιητικοῖν (이)들의 | τεκνοποιητικαῖν (이)들의 | τεκνοποιητικοῖν (것)들의 | |
복수 | 주격 | τεκνοποιητικοί (이)들이 | τεκνοποιητικαί (이)들이 | τεκνοποιητικά (것)들이 |
속격 | τεκνοποιητικῶν (이)들의 | τεκνοποιητικῶν (이)들의 | τεκνοποιητικῶν (것)들의 | |
여격 | τεκνοποιητικοῖς (이)들에게 | τεκνοποιητικαῖς (이)들에게 | τεκνοποιητικοῖς (것)들에게 | |
대격 | τεκνοποιητικούς (이)들을 | τεκνοποιητικᾱ́ς (이)들을 | τεκνοποιητικά (것)들을 | |
호격 | τεκνοποιητικοί (이)들아 | τεκνοποιητικαί (이)들아 | τεκνοποιητικά (것)들아 |
원급 | 비교급 | 최상급 | |
---|---|---|---|
형용사 |
τεκνοποιητικός τεκνοποιητικοῦ (이)의 |
τεκνοποιητικότερος τεκνοποιητικοτεροῦ 더 (이)의 |
τεκνοποιητικότατος τεκνοποιητικοτατοῦ 가장 (이)의 |
부사 | τεκνοποιητικώς | τεκνοποιητικότερον | τεκνοποιητικότατα |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
(아리스토텔레스, 정치학, Book 1 33:1)
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기