헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τεκνοποιητικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τεκνοποιητικός τεκνοποιητική τεκνοποιητικόν

형태분석: τεκνοποιητικ (어간) + ος (어미)

  1. of or for the production of children

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 τεκνοποιητικός

(이)가

τεκνοποιητική

(이)가

τεκνοποιητικόν

(것)가

속격 τεκνοποιητικοῦ

(이)의

τεκνοποιητικῆς

(이)의

τεκνοποιητικοῦ

(것)의

여격 τεκνοποιητικῷ

(이)에게

τεκνοποιητικῇ

(이)에게

τεκνοποιητικῷ

(것)에게

대격 τεκνοποιητικόν

(이)를

τεκνοποιητικήν

(이)를

τεκνοποιητικόν

(것)를

호격 τεκνοποιητικέ

(이)야

τεκνοποιητική

(이)야

τεκνοποιητικόν

(것)야

쌍수주/대/호 τεκνοποιητικώ

(이)들이

τεκνοποιητικᾱ́

(이)들이

τεκνοποιητικώ

(것)들이

속/여 τεκνοποιητικοῖν

(이)들의

τεκνοποιητικαῖν

(이)들의

τεκνοποιητικοῖν

(것)들의

복수주격 τεκνοποιητικοί

(이)들이

τεκνοποιητικαί

(이)들이

τεκνοποιητικά

(것)들이

속격 τεκνοποιητικῶν

(이)들의

τεκνοποιητικῶν

(이)들의

τεκνοποιητικῶν

(것)들의

여격 τεκνοποιητικοῖς

(이)들에게

τεκνοποιητικαῖς

(이)들에게

τεκνοποιητικοῖς

(것)들에게

대격 τεκνοποιητικούς

(이)들을

τεκνοποιητικᾱ́ς

(이)들을

τεκνοποιητικά

(것)들을

호격 τεκνοποιητικοί

(이)들아

τεκνοποιητικαί

(이)들아

τεκνοποιητικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτα δ’ ἐστὶ δεσποτικὴ καὶ γαμική ἀνώνυμον γὰρ ἡ γυναικὸσ καὶ ἀνδρὸσ σύζευξισ καὶ τρίτον τεκνοποιητική καὶ γὰρ αὕτη οὐκ ὠνόμασται ἰδίῳ ὀνόματι. (Aristotle, Politics, Book 1 33:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 1 33:1)

유의어

  1. of or for the production of children

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION