Ancient Greek-English Dictionary Language

ταυρόομαι

ο-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: ταυρόομαι

Structure: ταυρό (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: only in pres.

Sense

  1. to become savage as a bull, to cast savage glances

Examples

  • περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονεσ περιέσχον με. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:13)
  • καὶ βοσκηθήσονται οἱ διηρπασμένοι ὡσ ταῦροι, καὶ τὰσ ἐρήμουσ τῶν ἀπειλημμένων ἄρνεσ φάγονται. (Septuagint, Liber Isaiae 5:16)
  • οἱ ταῦροι ὑμῶν καὶ οἱ βόεσ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν γῆν φάγονται ἄχυρα ἀναπεποιημένα ἐν κριθῇ λελικμημένα. (Septuagint, Liber Isaiae 30:24)
  • καὶ συμπεσοῦνται οἱ ἁδροὶ μετ̓ αὐτῶν καὶ οἱ κριοὶ καὶ οἱ ταῦροι, καὶ μεθυσθήσεται ἡ γῆ ἀπὸ τοῦ αἵματοσ καὶ ἀπὸ τοῦ στέατοσ αὐτῶν ἐμπλησθήσεται. (Septuagint, Liber Isaiae 34:7)
  • ὅτι ηὐφραίνεσθε καὶ κατεκαυχᾶσθε διαρπάζοντεσ τὴν κληρονομίαν μου, διότι ἐσκιρτᾶτε ὡσ βοί̈δια ἐν βοτάνῃ καὶ ἐκερατίζετε ὡσ ταῦροι. (Septuagint, Liber Ieremiae 27:11)

Synonyms

  1. to become savage as a bull

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION