헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τανυσίπτερος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τανυσίπτερος τανυσίπτερον

형태분석: τανυσιπτερ (어간) + ος (어미)

어원: tanu/w, ptero/n

  1. with extended wings, long-winged

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 τανυσίπτερος

(이)가

τανυσίπτερον

(것)가

속격 τανυσιπτέρου

(이)의

τανυσιπτέρου

(것)의

여격 τανυσιπτέρῳ

(이)에게

τανυσιπτέρῳ

(것)에게

대격 τανυσίπτερον

(이)를

τανυσίπτερον

(것)를

호격 τανυσίπτερε

(이)야

τανυσίπτερον

(것)야

쌍수주/대/호 τανυσιπτέρω

(이)들이

τανυσιπτέρω

(것)들이

속/여 τανυσιπτέροιν

(이)들의

τανυσιπτέροιν

(것)들의

복수주격 τανυσίπτεροι

(이)들이

τανυσίπτερα

(것)들이

속격 τανυσιπτέρων

(이)들의

τανυσιπτέρων

(것)들의

여격 τανυσιπτέροις

(이)들에게

τανυσιπτέροις

(것)들에게

대격 τανυσιπτέρους

(이)들을

τανυσίπτερα

(것)들을

호격 τανυσίπτεροι

(이)들아

τανυσίπτερα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἰωνὸν δ’ ἐνόει τανυσίπτερον, αὐτίκα δ’ ἔγνω φηλητὴν γεγαῶτα Διὸσ παῖδα Κρονίωνοσ. (Anonymous, Homeric Hymns, 22:3)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 22:3)

  • μήνην ἀείδειν τανυσίπτερον ἔσπετε, Μοῦσαι, ἡδυεπεῖσ κοῦραι Κρονίδεω Διόσ, ἵστορεσ ᾠδῆσ· (Anonymous, Homeric Hymns, 2:1)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 2:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION