Ancient Greek-English Dictionary Language

ταλαντεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ταλαντεύω

Structure: ταλαντεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to weigh or measure out

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταλαντεύω ταλαντεύεις ταλαντεύει
Dual ταλαντεύετον ταλαντεύετον
Plural ταλαντεύομεν ταλαντεύετε ταλαντεύουσιν*
SubjunctiveSingular ταλαντεύω ταλαντεύῃς ταλαντεύῃ
Dual ταλαντεύητον ταλαντεύητον
Plural ταλαντεύωμεν ταλαντεύητε ταλαντεύωσιν*
OptativeSingular ταλαντεύοιμι ταλαντεύοις ταλαντεύοι
Dual ταλαντεύοιτον ταλαντευοίτην
Plural ταλαντεύοιμεν ταλαντεύοιτε ταλαντεύοιεν
ImperativeSingular ταλάντευε ταλαντευέτω
Dual ταλαντεύετον ταλαντευέτων
Plural ταλαντεύετε ταλαντευόντων, ταλαντευέτωσαν
Infinitive ταλαντεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ταλαντευων ταλαντευοντος ταλαντευουσα ταλαντευουσης ταλαντευον ταλαντευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταλαντεύομαι ταλαντεύει, ταλαντεύῃ ταλαντεύεται
Dual ταλαντεύεσθον ταλαντεύεσθον
Plural ταλαντευόμεθα ταλαντεύεσθε ταλαντεύονται
SubjunctiveSingular ταλαντεύωμαι ταλαντεύῃ ταλαντεύηται
Dual ταλαντεύησθον ταλαντεύησθον
Plural ταλαντευώμεθα ταλαντεύησθε ταλαντεύωνται
OptativeSingular ταλαντευοίμην ταλαντεύοιο ταλαντεύοιτο
Dual ταλαντεύοισθον ταλαντευοίσθην
Plural ταλαντευοίμεθα ταλαντεύοισθε ταλαντεύοιντο
ImperativeSingular ταλαντεύου ταλαντευέσθω
Dual ταλαντεύεσθον ταλαντευέσθων
Plural ταλαντεύεσθε ταλαντευέσθων, ταλαντευέσθωσαν
Infinitive ταλαντεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ταλαντευομενος ταλαντευομενου ταλαντευομενη ταλαντευομενης ταλαντευομενον ταλαντευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐπὶ πολὺν χρόνον ἦν ἰσόρροποσ ἡ μάχη διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆσ παρ’ ἀμφοτέροισ ἀνδραγαθίασ καὶ πολλῶν μὲν ἀναιρουμένων, ἔτι δὲ πλειόνων τιτρωσκομένων ὁ κίνδυνοσ δεῦρο κἀκεῖσε τὰσ ῥοπὰσ ἐλάμβανεν, ταλαντευόμενοσ αἰεὶ ταῖσ τῶν ἀγωνιζομένων ἀρεταῖσ· (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 3 17:2)

Synonyms

  1. to weigh or measure out

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION