Ancient Greek-English Dictionary Language

ταινιόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ταινιόω ταινιώσω

Structure: ταινιό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: taini/a

Sense

  1. to bind with a head-band, to be crowned

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταινίω ταινίοις ταινίοι
Dual ταινίουτον ταινίουτον
Plural ταινίουμεν ταινίουτε ταινίουσιν*
SubjunctiveSingular ταινίω ταινίοις ταινίοι
Dual ταινίωτον ταινίωτον
Plural ταινίωμεν ταινίωτε ταινίωσιν*
OptativeSingular ταινίοιμι ταινίοις ταινίοι
Dual ταινίοιτον ταινιοίτην
Plural ταινίοιμεν ταινίοιτε ταινίοιεν
ImperativeSingular ταινῖου ταινιοῦτω
Dual ταινίουτον ταινιοῦτων
Plural ταινίουτε ταινιοῦντων, ταινιοῦτωσαν
Infinitive ταινίουν
Participle MasculineFeminineNeuter
ταινιων ταινιουντος ταινιουσα ταινιουσης ταινιουν ταινιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταινίουμαι ταινίοι ταινίουται
Dual ταινίουσθον ταινίουσθον
Plural ταινιοῦμεθα ταινίουσθε ταινίουνται
SubjunctiveSingular ταινίωμαι ταινίοι ταινίωται
Dual ταινίωσθον ταινίωσθον
Plural ταινιώμεθα ταινίωσθε ταινίωνται
OptativeSingular ταινιοίμην ταινίοιο ταινίοιτο
Dual ταινίοισθον ταινιοίσθην
Plural ταινιοίμεθα ταινίοισθε ταινίοιντο
ImperativeSingular ταινίου ταινιοῦσθω
Dual ταινίουσθον ταινιοῦσθων
Plural ταινίουσθε ταινιοῦσθων, ταινιοῦσθωσαν
Infinitive ταινίουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ταινιουμενος ταινιουμενου ταινιουμενη ταινιουμενης ταινιουμενον ταινιουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἰ δὲ ἀληθεῖσ οἱ Πινδάρου λόγοι καὶ Πλάτωνοσ καὶ παντὸσ τοῦ περὶ Ἀλέξανδρον ἐργαστηρίου καὶ διατριβαί τινέσ εἰσι τῶν ἐν Αἵδου, ἦ που νῦν ποιητῶν τε χοροὺσ εἰκὸσ ἵστασθαι περὶ ἐκεῖνον ἀρχομένων ἀπὸ Ὁμήρου τὴν δεξιὰν προτεινόντων καὶ λογοποιῶν καὶ συγγραφέων καὶ ἁπάντων ὡσ αὑτὸν ἑκάστου καλοῦντοσ καὶ μεθ’ αὑτοῦ σκηνοῦσθαι κελεύοντοσ, ταινιούντων, ἀναδούντων, καὶ οὐ δή τοι μετὰ κρίσεώσ τε καὶ ἀμφισβητήσεωσ πρὸσ ἕτερον, ἀλλ’ ἀπὸ τῆσ πρώτησ βοῆσ· (Aristides, Aelius, Orationes, 9:5)

Synonyms

  1. to bind with a head-band

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION