헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ταγεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ταγεύω ταγεύσω

형태분석: ταγεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: tago/s

  1. 허락하다, 수여하다, 해산시키다
  1. to be Chief, to be united under one
  2. to let, be posted or stationed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταγεύω

ταγεύεις

ταγεύει

쌍수 ταγεύετον

ταγεύετον

복수 ταγεύομεν

ταγεύετε

ταγεύουσιν*

접속법단수 ταγεύω

ταγεύῃς

ταγεύῃ

쌍수 ταγεύητον

ταγεύητον

복수 ταγεύωμεν

ταγεύητε

ταγεύωσιν*

기원법단수 ταγεύοιμι

ταγεύοις

ταγεύοι

쌍수 ταγεύοιτον

ταγευοίτην

복수 ταγεύοιμεν

ταγεύοιτε

ταγεύοιεν

명령법단수 τάγευε

ταγευέτω

쌍수 ταγεύετον

ταγευέτων

복수 ταγεύετε

ταγευόντων, ταγευέτωσαν

부정사 ταγεύειν

분사 남성여성중성
ταγευων

ταγευοντος

ταγευουσα

ταγευουσης

ταγευον

ταγευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ταγεύομαι

ταγεύει, ταγεύῃ

ταγεύεται

쌍수 ταγεύεσθον

ταγεύεσθον

복수 ταγευόμεθα

ταγεύεσθε

ταγεύονται

접속법단수 ταγεύωμαι

ταγεύῃ

ταγεύηται

쌍수 ταγεύησθον

ταγεύησθον

복수 ταγευώμεθα

ταγεύησθε

ταγεύωνται

기원법단수 ταγευοίμην

ταγεύοιο

ταγεύοιτο

쌍수 ταγεύοισθον

ταγευοίσθην

복수 ταγευοίμεθα

ταγεύοισθε

ταγεύοιντο

명령법단수 ταγεύου

ταγευέσθω

쌍수 ταγεύεσθον

ταγευέσθων

복수 ταγεύεσθε

ταγευέσθων, ταγευέσθωσαν

부정사 ταγεύεσθαι

분사 남성여성중성
ταγευομενος

ταγευομενου

ταγευομενη

ταγευομενης

ταγευομενον

ταγευομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 허락하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION